“H ιδεολογία είναι μια <<αναπαράσταση>> της φαντασιακής σχέσης των ατόμων με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής τους”.
Louis Althousser, “Θέσεις”, σελ. 114
Tα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει θεατές της θεαματικής διείσδυσης των γνωστικών επιστημών (sciences cognitives) στους χώρους της επιστημονικής έρευνας και στη διανοητική επικαιρότητα. H προοδευτική συγκρότηση και ανάπτυξή τους βρίσκεται σε στενή σχέση με την εξέλιξη τόσο των ανθρωπιστικών όσο και των θετικών επιστημών. Πρωταρχικός τους στόχος είναι η κατανόηση των λειτουργιών του εγκεφάλου και των διαδικασιών της μάθησης. Mέσα σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και η μελέτη των αναπαραστάσεων (representations) του υποκειμένου που βρίσκεται σε διαδικασία μάθησης καθώς και ο μετασχηματισμός τους. Oι διάφοροι κλάδοι της ψυχολογίας χρησιμοποιούν την αναπαράσταση είτε σε εξειδικευμένους χώρους όπως για παράδειγμα κατά την επίλυση προβλημάτων ή στα πλαίσια γενικότερων προβληματικών όπως της επικοινωνίας και της εκπαίδευσης. H έvνοια της αναπαράστασης είναι πρωταρχική στη γνωστική ψυχολογία, όπου και πήρε την τωρινή της σπουδαιότητα, αλλά παραμένει αρκετά αμφιλεγόμενη και ασαφής. Aπό τη φύση τους, οι αναπαραστάσεις διακρίνονται των γνώσεων (connaissances), που είναι δομές αποθηκευμένες στη μακροπρήθεσμη μνήμη (memoire a long terme). Oι αναπαραστάσεις, αντίθετα, συνιστούν περιστασιακές δομές που δημιουργήθηκαν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και για συγκεκριμένους στόχους. Aπό τη γνωστική τους λειτουργία, οι αναπαραστάσεις διαφοροποιούνται των γνώσεων γιατί είναι αυτόματα ενεργές ενώ μια γνώση πρέπει να δραστηριοποιηθεί ώστε να είναι διαθέσιμη. Aπό τη σκοπιά της, η κοινωνική ψυχολογία προσεγγίζει τις αναπαραστάσεις στο σημείο σύγκλισης του γνωστικού με το κοινωνιολογικό. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αναπαραστάσεις μπορούν να θεωρηθούν ως κοινωνικές γνώσεις και παίζουν έτσι βασικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση του υποκειμένου. Πιο γενικά, οι αναπαραστάσεις είναι προϊόντα και ταυτόχρονα διαδικασίες των διανοητικών μας δραστηριοτήτων και έχουν κατά κάποιο τρόπο σαν στόχο να καταστήσουν παρόν αυτό που είναι απόν. Οπως παρατηρεί ο M. Denis (1989), οι αναπαραστάσεις είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα που συνίσταται στην παραγωγή συμβόλων με βασικό χαρακτηριστικό να αντικαθιστούν άλλες (απούσες κατά κανόνα) οντότητες. Tο ανθρώπινο πνεύμα είναι επίσης υπόβαθρο αναπαραστάσεων ψυχολογικής υφής, γνωστικά προϊόντα που αντανακλούν αυτό που το άτομο συγκρατεί από την αλληλεπίδρασή του με τον κόσμο. Στα πλαίσια του παρόντος κεφαλαίου θα προσεγγισθούν οι διαδικασίες οικοδόμησης των αναπαραστάσεων και οι διάφορες μορφές με τις οποίες οι αναπαραστάσεις αυτές εγγράφονται στο γνωστικό σύστημα του υποκειμένου.
“Για ένα επιστημονικό πνεύμα, κάθε γνώση αποτελεί μια απάντηση σε ένα ερώτημα. Αν δεν υπάρξει ερώτημα, δεν μπορεί να υπάρξει επιστημονική γνώση. Τίποτε δεν είναι αυτονόητο. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ολα οικοδομούνται”.
Gaston Bachelard, “Ο σχηματισμός του επιστημονικού πνεύματος”, σελ. 14.
Στη γνωστική ψυχολογία, κάθε γνωστική διαδικασία συνίσταται από αναπαραστάσεις και από επεξεργασίες. Κάθε υποκείμενο αναπτύσσει τις γνωστικές του στρατηγικές, οι οποίες εξαρτώνται από τις γνώσεις του, την αναπαράσταση που έχει για τις καταστάσεις και τους τρόπους συλλογισμού (raisonnement) τους οποίους δύναται να θέσει σε λειτουργία. Κατ’αυτό τον τρόπο, οι γνωστικές αυτές στρατηγικές υπόκεινται στις δυσχέρειες αποθήκευσης και ανάκτησης της πληροφορίας. Τα τελευταία χρόνια έχουν επέλθει βαθιές αλλαγές στη γνωστική ψυχολογία, τόσο όσον αφορά τις προοπτικές της όσο και τις μεθόδους της, ιδιαίτερα, εξαιτίας των επαφών της με την τεχνητή νοημοσύνη και τις νευροεπιστήμες (neurosciences). “Ετσι, τα κλασσικά προβλήματα της αντίληψης, της πράξης ή της γνωστικής δραστηριότητας προσανατολίστηκαν προς προβληματικές <<επεξεργασίας της πληροφορίας>>” όπως παρατηρεί ο G. Vignaux (1991, σ. 179). Σύμφωνα με τον J.-F. Richard (1990, σ. XI) “οι αναπαραστάσεις είναι γνώσεις και επεξηγήσεις, οι επεξεργασίες είναι αναγωγές (inferences) και κρίσεις (jugements) προσανατολισμένες προς δραστηριότητες κατανόησης ή προς αποφάσεις για πράξη”.
Πριν προχωρήσουμε στη διερεύνηση του όρου της αναπαράστασης, προέχει να διασαφηνιστεί η έννοια του γνωστικού (cognitif), στο οποίο αποδίδεται η μορφή των “αναπαραστάσεων” και η “επεξεργασία της πληροφορίας”, για το οποίο o J.-F. Richard (1990) διακρίνει τρία επίπεδα:
1. Το υπερ - σημαντικό (infra-semantique) επίπεδο, αυτό της ανάλυσης σήματος, του οποίου η μελέτη συνιστά το σημαντικότερο μέρος των γνωστικών νευροεπιστημών.
2. Το σημαντικό (semantique) επίπεδο του προσδιορισμού (identification) των φυσικών ή συμβολικών αντικειμένων, το οποίο αφορά τη λήψη πληροφορίας.
3. Το σημαντικό (semantique) επίπεδο επεξεργασίας του νοήματος (signification) και της ανάπτυξης αποφάσεων δράσης. Είναι το επίπεδο της επεξήγησης (interpretation), της ένταξης δηλαδή των νοημάτων στα οποία έχει πρόσβαση το γνωστικό σύστημα με την ταυτοποίηση (προσδιορισμό) των αντικειμένων, της επιλογής των πράξεων και της σχεδιοποίησής τους, δεδομένου των γνώσεων, των δεξιοτήτων (savoir-faire), και των στόχων του υποκειμένου.
Στα πλαίσια αυτά, όπως εύλογα παρατηρεί ο G. Vignaux (1992), κάθε γνωστική λειτουργία σχετική με την επεξεργασία της πληροφορίας εξαρτάται άμεσα τόσο από τους μηχανισμούς αποθήκευσης και ανάκτησης της πληροφορίας όσο και από τις συνθήκες και τους τρόπους σύμφωνα με τους οποίους θα εκτελεστούν οι πράξεις επεξεργασίας.
Οι γνώσεις, ανεξάρτητα από την εγκυρότητά τους εν σχέσει με τα επιστημονικά κριτήρια, συνιστούν δομές σταθεροποιημένες μέσα στη “μακροπρόθεσμη μνήμη” (memoire a long terme). Ο διαρκής αυτής χαρακτήρας τους, τις διακρίνει από τις αναπαραστάσεις, οι οποίες αποτελούν ίδιου τύπου δομές αλλά τελούν υπό ένα μεταβατικό καθεστώς (J.-F. Richard, 1990, σ. 35): “έχουν αναπτυχθεί μέσα στα πλαίσια έργων και προκύπτουν από δραστηριότητες οικοδόμησης επεξηγήσεων (interpretations) που αντιστοιχούν σε αυτό που συνήθως περιμένουμε από τον όρο κατανόηση. Οι αναπαραστάσεις αυτές είναι πρόσκαιρες: εξαφανίζονται γενικά μετά την πραγματοποίηση του έργου για το οποίο δημιουργήθηκαν, αλλά υπό ορισμένες συνθήκες, ορισμένα από τα συνθετικά τους μπορούν να αποθηκευτούν στη μνήμη: μιλάμε τότε για πρόσκτηση ή για κατασκευή γνώσεων”. Από τη μεριά του, ο E. Morin (1986, σ. 203) κάνει τη διάκριση ανάμεσα στη γνώση όντας δραστηριότητα (cognition) και το προϊόν αυτής της δραστηριότητας. Συνεχίζοντας, υποστηρίζει ότι “δεν μπορούμε να ζήσουμε παρά με τη γνώση: 1) H ζωή δεν μπορεί να αυτο-οργανωθεί παρά και από την υπολογιστική (computation). 2) Tα ζώντα όντα δεν μπορούν να επιζήσουν μέσα σε ένα περιβάλλον παρά και από τη γνώση αυτού του περιβάλλοντος. Το ανθρώπινο πνεύμα, το οποίο δεν μπορεί να αναδυθεί παρά μέσα σε μια κουλτούρα είναι αδιανόητο χωρίς εγκέφαλο”.
Εν τέλει, οι γνώσεις είναι το σύνολο των περισσότερο ή λιγότερο συστηματοποιημένων βασικών προσκτήσεων μέσω μιας γνωστικής δραστηριότητας και εξυπηρετούν την αναγνώριση και την κατανόηση καταστάσεων και τη δράση. Όπως υπογραμμίζει ο G. Vignaux (1991, σ. 223), “αυτές οι γνώσεις θα εκδηλωθούν ως <<αναπαραστάσεις>>, προσωρινές δηλαδή καταστάσεις γνώσης που προκύπτουν από τις δραστηριότητές μας για οικοδόμηση νοήματος και επεξήγηση καταστάσεων και γεγονότων”. Kάποιες απ’αυτές τις αναπαραστάσεις θα αποθηκευθούν στη μνήμη αποκτώντας έτσι καθεστώς “γνώσεων”. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να μιλήσουμε για πρόσκτηση ή για οικοδόμηση γνώσεων. Σε γενικό πλάνο, η επεξεργασία των γνώσεων μπορεί να θεωρηθεί από τρεις πτυχές:
α. Οι δομές των γνώσεων.
β. Οι δραστηριότητες κατανόησης, οι οποίες συνίστανται στην οικοδόμηση επεξηγήσεων.
γ. Οι δραστηριότητες μάθησης, οι οποίες συνίστανται στην τροποποίηση των υπαρχουσών γνώσεων είτε με την πρόσθεση νέων γνώσεων είτε με την ανασυγκρότηση ορισμένων απ’αυτές.
Στο παρόν κεφάλαιο θα προσεγγίσουμε την πρώτη πτυχή. Ο J.-F. Richard (1990), στο βιβλίο του “Traite de Psychologie Cognitive, le traitement de l’information symbolique”, κάνει την ταξινόμηση των γνώσεων ανάλογα με το περιεχόμενό τους όπως: επιστημονικές έννοιες που διαδίδονται με όρους του λεξικού (φυσικές κατηγορίες), γνώσεις που αφορούν διαδικασίες (procedures), γνώσεις που αφορούν τον φυσικό κόσμο και το τεχνικό περιβάλλον. Για λόγους που άπτονται του αντικειμένου της έρευνάς μας θα σταθούμε περισσότερο στις γνώσεις που αφορούν τις διαδικασίες και τις γνώσεις του τεχνικού περιβάλλοντος.
α. Γνώσεις που αναφέρονται στις φυσικές κατηγορίες
H παρουσία προνομιούχων αναπαραστάσεων όπως οι τυπικές και οι βασικές αναπαραστάσεις υποθέτει μια οργάνωσή τους μέσα σε μια ιεραρχική δομή. H ιεραρχία αυτή αποδίδει τη ψυχολογική οργάνωση μιας πληροφορίας που χαρακτηρίζεται από μια σχετική μονιμότητα. Οπως παρατηρεί ο J.-F. Richard (1990, σ. 42) “η φυσική κατηγοριοποίηση είναι μια προσέγγιση βασισμένη πάνω στην υπόθεση της ύπαρξης αναπαραστάσεων - τύπων, η οποία εισαγάγει διαφορές στο εσωτερικό των κατηγοριών. Η υπόθεση αυτή δηλώνει ευθέως τον προνομιούχο χαρακτήρα ενός μέρους σημαντικών (semantiques) αναπαραστάσεων. Ορισμένες ανάμεσά τους σχηματίζουν σημεία αναφοράς γύρω από τα οποία διατάσσονται οι άλλες αναπαραστάσεις”.
β. Οι γνώσεις που σχετίζονται με τις διαδικασίες.
Η επιρροή της πληροφορικής - και κατά κύριο λόγο ο κλάδος της τεχνητής νοημοσύνης - υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική πάνω στην ανάπτυξη των ερευνών της γνωστικής ψυχολογίας που σχετίζονται με τις διαδικασίες (procedures). Επιπλέον, παιδαγωγικές ανάγκες, που σχετίζονται με την επεξήγηση των δεξιοτήτων (savoir-faire) στους μαθητές, έχουν χαράξει νέες προοπτικές για τη διδασκαλία των γνώσεων, πρακτικά σε όλα τα μαθήματα, υπό αλγοριθμική μορφή. Ετσι στις μέρες μας, οι γνωστικές επιστήμες έχουν εισαγάγει την αντίθεση ανάμεσα στις δηλωτικές γνώσεις (connaissances declaratives) και τις γνώσεις διαδικασιών (connaissances procιdurales). Οι πρώτες βρίσκονται μακριά από τη συγκεκριμένη δράση. Οπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο J. Pitrat (1990, σ. 31) “μια δηλωτική (declarative) γνώση είναι χωρισμένη από τον τρόπο χρήσης της (δεν περιέχει ούτε τη στιγμή ούτε τον τρόπο χρησιμοποίησης της... Μία δηλωτική γνώση προσφέρεται για ποικίλες χρήσεις αφού δεν είναι απαραίτητο να καθορίσουμε δίνοντάς της το σκοπό που πρέπει να εξυπηρετήσει”. Oι δηλωτικές γνώσεις συνιστούν γνώσεις αποθηκευμένες στη μακροπρήθεσμη μνήμη οι οποίες ανακτώνται από το υποκείμενο όπως τις είχε μάθει αρχικά. Ο J.-M. Hoc (1990), από τη μεριά του, τονίζει ότι “αναφέρονται πάνω σε ιδιότητες και σχέσεις οι οποίες, αν δεν θεμελιώνουν τη συγκεκριμένη πράξη, απαιτούν μια σημαντική επεξεργασία ώστε να μετασχηματιστούν σε όρους συγκεκριμένης δράσης”. Ετσι, οι δηλωτικές γνώσεις που αφορούν τα γεγονότα ή τις έννοιες είναι δυνατόν να μορφοποιηθούν σε δομές σύμφωνα με τη μαθηματική λογική του προτασιακού λογισμού (logique des predicats) ή με τη μορφή σημαντικών δικτύων (reseaux semantiques). Αντίθετα, οι γνώσεις διαδικασιών (connaissances procιdurales) είναι πολύ κοντά στη συγκεκριμένη πράξη. Σύμφωνα με τον J.-F. Richard (1990, σ. 42) “συγκεκριμενοποιούν δομές ελέγχου απευθείας χρησιμοποιήσιμες μέσα στην πραγματοποίηση της πράξης... "Μπορούν επιπλέον να έχουν προσληφθεί από την πράξη, χωρίς βαθιά αναφορά σε δηλωτικές γνώσεις”. Γίνονται λοιπόν αυτοματισμοί. Κατά κάποιο τρόπο, οι γνώσεις διαδικασιών μπορούν να μορφοποιηθούν σύμφωνα με ένα σύστημα παραγωγής, δηλαδή ένα σύνολο κανόνων “συνθήκη - πράξη” (“condition - action”). Mια διαδικασία μπορεί να θεωρηθεί ως το σύστημα των πραγματοποιούμενων πράξεων για την πραγματοποίηση ενός έργου (η επίτευξη ενός στόχου κάτω από δεδομένες συνθήκες, όπως υποστηρίζει ο J.-M. Hoc, 1990). Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τύπους πράξεων (G. Vignaux, 1992): τους μετασχηματισμούς (transformations) που συνίστανται στις εκτελούμενες πράξεις με σκοπό να μετασχηματιστεί μια κατάσταση σε μια άλλη, τις ταυτοποιήσεις (identifications), που έχουν ως έργο να συγκρατούν τις συναφείς ιδιότητες του περιβάλλοντος με στόχο να επιλεγεί η κατάλληλη πράξη για μια τοπική κατάσταση, και τέλος τις επιλογές (selections) πράξεων, οι οποίες δηλώνουν ποια πράξη θα εκτελεστεί μετά το πέρας μιας πράξης.
γ. Οι αντιλήψεις του φυσικού κόσμου
Ολες οι πειραματικές έρευνες που σχετίζονται με αυτή την κατηγορία γνώσεων είναι σχετικά πρόσφατες. Aφορούν την “απλοϊκή φυσική”, δηλαδή στους αυθόρμητους συλλογισμούς, τους διαισθητικούς, ποιοτικούς συλλογισμούς κλπ. Προφανώς, η φυσική αυτή, συνήθως δεν έχει καμία σχέση με την νευτώνεια φυσική. Οπως παρατηρεί ο Vygotsky (1988, σ. 121), ως “απλοϊκή φυσική” μπορούμε να ορίσουμε τις απλοϊκές εμπειρίες ενός ζώου ή παιδιού με τις φυσικές ιδιότητες του δικού του σώματος ή αντικειμένων και εργαλείων του περιβάλλοντός του, απλοϊκές εμπειρίες που καθορίζουν ωστόσο στην ουσία τη χρήση των εργαλείων από το παιδί και την πρώτη πρακτική κατανόηση.
δ. Οι αντιλήψεις του τεχνικού περιβάλλοντος
Για να περιγραφούν με καλύτερο τρόπο οι σχέσεις ανθρώπινου χειριστή (operator, opιrateur) ή χρήστη (user, usager) με τη μηχανή έχει εισαχθεί η έννοια του νοητικού μοντέλου (modele mental). Οπως παρατηρεί ο G. Vignaux (1992), κάποιοι προσπαθούν να οικοδομήσουν με ρυθμιστικό (prescriptif) τρόπο νοητικά μοντέλα ώστε να βοηθήσουν τους αρχάριους κυρίως χρήστες στη χρήση των μηχανών, προσφέροντας σχηματικές αναπαραστάσεις (όπως για παράδειγμα τα εικονίδια που χρησιμοποιούνται πλέον ευρέως στα γραφικά πληροφορικά περιβάλλοντα) της λειτουργίας των μηχανών. Αλλοι, αντιθέτως, ευνοούν τα περιγραφικά μοντέλα που συνίστανται στην αναλυτικό περιγραφή της λειτουργίας της μηχανής, ακόμα κι αν γίνεται με απλουστευτικό τρόπο. “Μέσα στα τεχνολογικά περιβάλλοντα, ο χειριστής οδηγείται στη χρήση κατασκευασμάτων όπως οι μηχανές, παρά στον απευθείας χειρισμό των φυσικών νόμων. Η έννοια του νοητικού μοντέλου έχει εισαχθεί σε αυτά τα πλαίσια για να αποδώσει τις γνώσεις του χρήστη πάνω σε αυτές τις μηχανές... Πρόκειται να μοντελοποιηθεί μια επιχειρησιακή γνώση η οποία επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί μια δεδομένη μηχανή:
- χωρίς ωστόσο να στοχεύουμε σε όλες τις γνώσεις τις οποίες θα μπορούσαμε να διαθέτουμε πάνω σε αυτή τη μηχανή
- χωρίς να καλύπτουμε όλες τις δυνατές καταστάσεις (για παράδειγμα, δείχνουμε ότι ο χρήστης μιας μηχανής δεν έχει το ίδιο νοητικό μοντέλο με τον τεχνίτη αυτής της μηχανής).
Ανάμεσα στις διαφορετικές σημασίες της έννοιας του νοητικού μοντέλου προέχει ιδιαιτέρως να λάβουμε υπόψη τις δύο τρέχουσες διακρίσεις, αφενός τα ρυθμιστικά (prescriptifs) μοντέλα και τα περιγραφικά (descriptifs) μοντέλα, και αφετέρου ανάμεσα στα μοντέλα που έχει ο χρήστης και τα μοντέλα που έχει ο παρατηρητής” (J.-M Hoc, 1990, σελ. 58-59).
Eίναι επίσης ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει η διάκριση ανάμεσα στα μοντέλα του χειριστή ή χρήστη και στα μοντέλα λειτουργίας της μηχανής, καθώς το πέρασμα από το ένα μοντέλο στο άλλο και οι συνακόλουθες συγχύσεις είναι αρκετά συχνά. Στα ίδια πλαίσια, πρέπει να γίνει σαφές ότι κατά τη χρήση μίας μηχανής παρεμβαίνουν με παρασιτικό για τις εκτελούμενες πράξεις τρόπο πολλά προβλήματα που σχετίζονται με το περιεχόμενο του προς επίτευξη έργου και το περιβάλλον χρήσης. Συμπερασματικά, τα γνωστικά προβλήματα που άπτονται της επεξεργασίας των πληροφοριών και της πρόσκτησης γνώσεων μέσα σε ένα τεχνοποιημένο περιβάλλον αναδεικνύονται ιδιαιτέρως περίπλοκα (G. Vignaux, 1992). Αλλοτε, άμεσα εξαρτημένα από τις τεχνολογικές πλατφόρμες και τις εσωτερικές τους λειτουργίες, απαιτούν μια ορισμένη “νοητική εικόνα” της μηχανής. Αλλοτε άμεσα σχετιζόμενα με τα επιχειρησιακά στάδια αξιώνουν από τον ανθρώπινο χρήστη την ανάπτυξη επιχειρησιακών εικόνων ή απλουστευτικών σχημάτων (schemas). Eίναι λοιπόν προφανές ότι οι εικόνες και τα σχήματα αυτά εισαγάγουν δυναμικές που ανατρέχουν σε πολλούς και ετερογενείς παράγοντες, κυρίως κοινωνικής υφής, για τους οποίους προέχει να μελετηθεί ο τρόπος με τον οποίο εντάσσονται στη γνωστική δομή του υποκειμένου.
“Η αναπαράσταση είναι όπως η μετεωρολογία. Ελαφρώς αρωματισμένη είναι πηγή ανήσυχης ελπίδας και κάποιων ικανοποιήσεων. Εξυπηρετική χωρίς να είναι πραγματικά έγκυρη. Διαβλέπουμε αχνά πως κατασκευάζεται. Δεν βλέπουμε καθόλου πως λειτουργεί. Και είμαστε περίπου σίγουροι ότι υπάρχει πραγματικά”.
S. Ehrlish, “Psychologie Francaise”, Nο 30, 3-4 Nοέμβριος 1985, σελ. 285-296.
Δεν υπάρχει ίσως, άλλη τόσο κεντρική και ταυτόχρονα τόσο αμφιλεγόμενη έννοια, στα πλαίσια των γνωστικών επιστημών, όσο αυτή της αναπαράστασης. Ανάλογα με τους ερευνητές ή με τις σχολές, ο όρος αυτής αναφέρεται σε αρκετά ποικίλες έννοιες. Οπως παρατηρεί ο S. Ehrlish (1985, σελ. 285-296), “υπάρχει ομοφωνία πάνω στη χρησιμότητα της έννοιας της αναπαράστασης, αλλά ομοφωνία μέσα στη διαφορετικότητα. Διαφορετικότητα που καλύπτει τη γενική γνωστική ψυχολογία του ενήλικου και του παιδιού σε εξέλιξη, την κοινωνική ψυχολογία, την εργονομική ψυχολογία, τη σχολική ψυχολογία... Διαφορετικότητα των θεωρούμενων δραστηριοτήτων (αντίληψη, μνήμη, κατανόηση, λύση προβλημάτων, μάθηση... Διαφορετικότητα των επιπέδων ανάλυσης, των προοπτικών και των προσωπικών κλίσεων”. Εντούτοις, η γνωστική προσέγγιση χαρακτηρίζεται απ’αυτή την έννοια, η οποία και εφαρμόζεται στο σύνολο των γνωστικών διαδικασιών. Σε κάθε περίπτωση, η έννοια της αναπαράστασης, για τον ψυχολόγο, ανατρέχει σε εσωτερικευμένα μοντέλα του περιβάλλοντος ενός υποκειμένου και των πράξεών του σε αυτό το περιβάλλον. Tα μοντέλα αυτά χρησιμοποιούνται από το υποκείμενο ως πηγή πληροφοριών πάνω στον κόσμο και ως εργαλεία ρυθμίσεων και σχεδιοποίησης της συμπεριφοράς του (M. Denis, 1989).
Ο J.-F. Richard (1990, σ. VII) υπογραμμίζει ότι “η μοίρα των αναπαραστάσεων είναι, γενικώς, μεταβατική αφού οι επεξεργασίες συνδέονται με έργα και κάθε νέο έργο μπορεί να παράγει νέες αναπαραστάσεις”. Η έννοια αυτή καλύπτει δύο σημασίες (significations) για τις οποίες πρέπει να γίνει σαφής διάκριση. Αφενός, υπάρχουν οι σταθεροποιημένες στη μακροπρήθεσμη μνήμη (memoire a long terme) ενός υποκειμένου γνώσεις, οι οποίες δεν αντιστοιχούν στις αποκαλούμενες “επιστημονικές” γνώσεις. Σε αυτές επιφυλάσσεται το καθεστώς (statut) ή το όνομα των γνώσεων. Αφετέρου, με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι περιστασιακές δομές που προορίζονται στο να αντιμετωπίσουν μια δεδομένη κατάσταση ή να απαντήσουν στις αναγκαιότητες μιας πράξης. Αν ενδιαφερόμαστε από την πλευρά της γνωστικής λειτουργίας “η διαφορά ανάμεσα σε γνώση (ή αναπαραστάσεις με την πρώτη έννοια) και αναπαραστάσεις με τη δεύτερη έννοια, έγκειται στο ότι οι πρώτες χρειάζεται να δραστηριοποιηθούν για να είναι αποτελεσματικές (efficientes) ενώ οι δεύτερες το είναι αυτόματα. Το παραπάνω έγκειται στο γεγονός ότι οι σχετικές σε μια κατάσταση ή ένα έργο αναπαραστάσεις συνιστούν το περιεχόμενο της επιχειρησιακής μνήμης (memoire operationnelle), τις αποθηκευμένες δηλαδή πληροφορίες στη μνήμη εργασίας και τις δραστηριοποιημένες πληροφορίες της μακροπρόθεσμη μνήμης. Αυτές είναι διαθέσιμες για το έργο και τις σχετικές επεξεργασίες. Είναι αυτές που διατηρούνται δραστηριοποιημένες κατά τη διάρκεια της εκπλήρωσης μιας εργασίας. Οι σταθερές αντίθετα, είναι αποθηκευμένες στη μακροπρόθεσμη μνήμη. Δεν είναι όλες οι πληροφορίες της μακροπρόθεσμη μνήμης διαθέσιμες: μόνο ένα μικρό μέρος απ’αυτές το είναι, αυτές που βρίσκονται σε ένα επαρκές επίπεδο δραστηριοποίησης ή αυτές που αποτελούν αντικείμενο έρευνας στη μακροπρόθεσμη μνήμη, έρευνας που έχει στεφθεί με επιτυχία” (J.-F. Richard, σ. 36-37). Ο M. Denis (1989, σ. 36) υπογραμμίζει μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή που αναφέρεται στις αναπαραστάσεις: “ο ψυχολόγος στοχεύει στη θεώρηση διαδικασιών μέσω των οποίων μια οντότητα γνωστικής φύσης έρχεται, μέσα σε όρια τα οποία οφείλουν να προσδιορισθούν, να αντικαταστήσει μια απούσα οντότητα. Ενα θεμελιώδες χαρακτηριστικό κάθε αναπαράστασης έγκειται στο να καθιστά στο άτομο παρούσα αυτή την απούσα οντότητα (ή κάποιες από τις πτυχές της). Αυτή η αποστολή των αναπαραστάσεων να καθιστούν (συμβολικά) παρόν αυτό που είναι απόν βρίσκεται, πιθανότατα, σε στενή σχέση, με την ροπή του ανθρώπινου πνεύματος να διακρίνει <<αυτό που είναι εδώ>> από <<αυτό που δεν είναι πλέον εδώ>>. Αυτή η διχοτομία αντανακλά χωρίς αμφιβολία μια πολύ <<αρχέγονη>> (primitive) ψυχολογική πράξη και συνιστά μια από τις στοιχειώδεις διακρίσεις επιχειρούμενες από την νόηση (entendement)... Οταν ένα αντικείμενο δεν είναι πλέον παρόν μέσα στο αντιληπτικό πεδίο ενός ατόμου και αυτό το άτομο παράγει συμπεριφορές ενδεικτικές της παραμονής ορισμένων χαρακτηριστικών του εν λόγω αντικειμένου μπορούμε να υποστηρίξουμε την ύπαρξη ενός συστήματος που διασφαλίζει αυτή την παραμονή αλλά επίσης και ενός συστήματος το οποίο επεξεργάστηκε και συγκράτησε τα χαρακτηριστικά του αντικειμένου όταν αυτό ήταν παρόν”. Οι κύριες σύγχρονες τάσεις της γνωστικής ψυχολογίας, όπως περιγράφονται σε άρθρο του J.-F. Le Ny (1985, σελ. 231-238), είναι προσανατολισμένες στην ανασυγκρότηση των αναπαραστάσεων από αναγωγές συμπερασμάτων (inferences) βασισμένες σε παρατηρήσεις. Κατ'αυτό τον τρόπο, μπορούμε να αναγάγουμε αναπαραστάσεις στηριζόμενοι στο ακόλουθο συλλογιστικό σχήμα:
αν μέσα στην κατάσταση Κ, το άτομο Α, παρουσιάζει τη συμπεριφορά Σ, τότε πιθανώς, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να υποθέσουμε ότι το άτομο Α κατέχει την αναπαράσταση Π, την οποία έθεσε σε λειτουργία με την βοήθεια των πράξεων - παρατηρήσεων Π1, Π2,..., Πν.
“Θα έπρεπε λοιπόν να γίνει καθαρό, ότι διαλέγοντας αυτόν το δρόμο, οι οπαδοί της αναπαράστασης, καταπιάστηκαν με το έργο της ανάπτυξης αναπαραστάσεων δευτέρου βαθμού, παρατηρήσιμες, τεχνητές, οι οποίες απαντούσαν στα κριτήρια της επιστημονικότητας και οι οποίες αναφέρονται πάνω στις αναπαραστάσεις πρώτου βαθμού, μη παρατηρήσιμες, θεωρούμενες ότι υπάρχουν στα συνηθισμένα άτομα ή ακόμα και σε ορισμένους άλλους ζωικούς οργανισμούς. Αυτές οι αναπαραστάσεις του πρώτου βαθμού δεν υπάγονται σε κανένα επιστημονικό κριτήριο. Μπορούμε να τις αποκαλέσουμε, κατ’αναλογία άλλων εκφράσεων, φυσικές (γνωστικές) αναπαραστάσεις. Θα αποκαλούμε τις αναπαραστάσεις του δευτέρου βαθμού ως τεχνητές αναπαραστάσεις και σε τελευταία ανάλυση επιστημονικές - περιμένοντας απ’αυτό μια επιστημονικότητα η οποία δεν έχει επιτευχθεί προς στιγμήν”. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο J.-F. Le Ny ταξινομεί τις αναπαραστάσεις σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Τις τεχνητές (ή κατασκευασμένες) όπως οι υλικές αναπαραστάσεις, αναλογικές, όπως οι εικόνες (όχι νοερές), οι πίνακες, - ή συμβολικές - όπως τα μέρη του λόγου (φράσεις, κείμενα κλπ.), γλώσσες. Εν και είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, διαθέτουν ωστόσο από κοινού τρία χαρακτηριστικά: είναι παρατηρήσιμες, είναι κατασκευασμένες και οφείλουν απαραιτήτως να αναπαριστούν για κάποιον. Όλες αυτές οι αναπαραστάσεις είναι κατασκευασμένες συναρτήσει της δεύτερης κατηγορίας αναπαραστάσεων, τις αποκαλούμενες φυσικές ή γνωστικές.
Ο J.-F. Le Ny δίνει και μια άλλη ταξινόμηση των αναπαραστάσεων. Πρόκειται για τις “αναπαραστάσεις - τύπους” (representations-types) και τις “αναπαραστάσεις-εμφανίσεις” (representations-occurences). Οι πρώτες αντιστοιχούν στις πληροφορίες που διαθέτει ένα άτομο σε σχέση με ένα δεδομένο αντικείμενο. Οι δεύτερες αντιστοιχούν στις ιδιαίτερες εμφανίσεις (actualisations) αυτής της πληροφορίας, οποίες μπορούν να πάρουν περισσότερο ή λιγότερο σταθερές μορφές και εμπεριέχουν διαφορετικές μορφές.
Από τη μεριά του, ο G. Vergnaud (1985, σελ. 245-252) τονίζει ότι “η έννοια της αναπαράστασης είναι πρωταρχική για να αναλύσουμε το σχηματισμό των επιχειρησιακών (operatoires) γνώσεων και για να αναλύσουμε τις διαδικασίες μετάδοσης των γνώσεων”. Ετσι, το δρον υποκείμενο ξαναεισάγεται μέσα στην αναπαράσταση, της οποίας ο ρόλος είναι κατ’αρχήν πρακτικός: “με άλλα λόγια, η κύρια λειτουργία της αναπαράστασης... ”· εννοιοποιήσουμε το πραγματικό για να δράσουμε αποτελεσματικά”. Εισαγάγοντας τους όρους της έννοιας (concept), του εννοιολογικού πεδίου (champ conceptuel) και του σχήματος (scheme), ο G. Vergnaud προτείνει πιο ειδικά μοντέλα για να αναλύσει το σχηματισμό των αντιλήψεων (conceptions) και των δεξιοτήτων (competences).
Ο F. Varela (1989) είναι από αυτούς που προτάσσουν τις βασικές κριτικές ενάντια στις αναπαραστασιακές σχολές και διακρίνει δύο έννοιες της αναπαράστασης. Η πρώτη, η οποία είναι γενικώς αποδεκτή, σχετίζεται με την αναπαράσταση ως επεξήγηση (interpretation). Σύμφωνα με αυτήν, η γνωστικότητα αντιστοιχεί πάντα στην επεξήγηση ή στην αναπαράσταση της κατάστασης του κόσμου. Η δεύτερη, πολύ πιο ισχυρή, θέτει την υπόθεση σύμφωνα με την οποία ένα γνωστικό σύστημα δρα με βάση εσωτερικές αναπαραστάσεις. “Η ασθενής σημασία είναι καθαρά σημασιολογική (semantique): αναφέρεται σε όλα όσα μπορούν να κατανοηθούν ότι αφορά κάποιο πράγμα. Αυτός είναι και ο ορισμός της αναπαράστασης ως <<επεξήγηση>> αφού τίποτα δεν είναι σε σχέση με κάποιο πράγμα χωρίς να έχει κατ’αρχήν επεξηγηθεί όντας μέσα σε αυτήν ή την άλλη κατάσταση... Αυτή η αποδοχή της έννοιας της αναπαράστασης είναι <<ασθενής>> γιατί δεν διαδίδει καμιά οντολογική η επιστημονική συνεπαγωγή (implication)... Η <<ισχυρή>> αποδοχή παρεμβαίνει ήταν, με γενίκευση της ασθενούς αποδοχής, σχηματίζουμε μια πλήρη θεωρία των αντιληπτικών, γλωσσολογικών ή γνωστικών μηχανισμών. Οι οντολογικές και επιστημολογικές συνεπαγωγές είναι, πρωταρχικά, οι ακόλουθες δύο: υποθέτουμε ότι ο κόσμος είναι προκαθορισμένος, δηλαδή ότι οι ιδιότητές του προϋπάρχουν κάθε γνωστικής δραστηριότητας. Για να εξηγήσουμε λοιπόν τη σχέση ανάμεσα σε αυτή τη γνωστική δραστηριότητα και ένα προκαθορισμένο κόσμο, κάνουμε την υπόθεση της ύπαρξης νοερών αναπαραστάσεων στα πλαίσια του γνωστικού συστήματος (λίγο μας ενδιαφέρει προς το παρόν αν πρόκειται περί εικόνων, συμβόλων ή υποσυμβολικά σχήματα δραστηριότητας κατανεμημένα σε ένα δίκτυο). Διαθέτουμε λοιπόν μια πλήρη θεωρία που λέει: 1. Ο κόσμος είναι προκαθορισμένος. 2. Η γνωστικότητά μας αφορά αυτήν τον κόσμο - έστω και σε μερικό βαθμό - 3. Η γνωστικότητά μας αυτού του προκαθορισμένου κόσμου εκπληρώνεται με βάση την αναπαράσταση των ιδιοτήτων του και στη συνέχεια από μια δράση βασισμένη σε αυτή την αναπαράσταση” (Varela, 1989, σελ. 99-101).
Μπορούμε να κάνουμε τη χρηστική διάκριση ανάμεσα σε τρεις τύπους αναπαραστάσεων, που αντιστοιχούν με τις τρεις κυρίαρχες μορφές κατανόησης της πραγματικότητας:
- Oι προτασιακές αναπαραστάσεις (representations propositionnelles), οι οποίες αφορούν τις προτασιακές (predicatives) δομές της γλώσσας που είναι στη βάση των λειτουργιών επικοινωνίας. Μέσα στην ταξινόμηση των αναπαραστάσεων που κάνει ο J. Bruner, πρόκειται για την αναπαράσταση που ο ίδιος αποκαλεί “συμβολική” (symbolique). Oι προτασιακές αναπαραστάσεις συνιστούν συμβολικές αναπαραστάσεις που δεν έχουν εικονική (αναλογική) σχέση με αυτή που αναπαριστάται. Kάθε συμβολική αναπαράσταση οικοδομείται κατά κύριο λόγο πολιτισμικά και επιβάλει στο παιδί την ευρεία χρησιμοποίηση των αντιληπτικών χαρακτηριστικών του κόσμου ώστε να αναπτύξει δραστηριότητες κατηγοριοποίησης και εννοιοποίησης για την καλύτερη επίτευξη των πράξεών του.
- Oι εικονικές αναπαραστάσεις (representations imagιes) οι οποίες αντιστοιχούν στις δομές του χώρου, είναι σχετικά ανεξάρτητες της δράσης και σχετίζονται με την οπτική αντίληψη (perception visuelle). Σε ευρύτερο πλαίσιο, όταν το αναπαριστόν διατηρεί σχέσεις ομοιότητας και αντιστοιχίας με αυτή που αναπαριστάται, διατηρώντας τα στοιχεία του μοντέλου (του αναπαριστήμενου) καθώς και τις σχέσεις που έχουν αναμεταξύ τους, μπορούμε να μιλήσουμε για αναλογικές αναπαραστάσεις.
- Oι αναπαραστάσεις που σχετίζονται με την εκτέλεση δράσεων (representations liees a l’action) σύμφωνα με τις λειτουργίες της ψυχοκινητικότητας. Σε αυτή την περίπτωση, ο Bruner χρησιμοποιεί τον όρο “enactive” που αντιστοιχεί στην πρωταρχική μορφή των αναπαραστάσεων.
α. Οι προτασιακές αναπαραστάσεις
Η μαθηματική λογική είναι αυτή που μας προμηθεύει το κατάλληλο μοντέλο για την εξέταση και μοντελοποίηση των προτασιακών αναπαραστάσεων. Πρόκειται, προφανώς, για το προτασιακό (predicatif) μοντέλο του οποίου η βασική δομή είναι το predicat-argument (κατηγορούμενο - κατηγόρημα) όπου στην λογική μπορούμε να αποδώσουμε τις τιμές “σωστό” ή “λάθος”. Σε αυτά τα πλαίσια όπως τονίζει ο J.-F. Richard (1990, σ. 38), “κατανοώ σημαίνει αρχίζω να κατασκευάζω προτάσεις με βάση ένα κείμενο, συλλογίζομαι συνιστά στο να αναγάγω νέες προτάσεις στη βάση άλλων προτάσεων. Οι δομές χρησιμοποιούνται επίσης τόσο για να εκφράσουν γενικές και σταθερές αντιλήψεις στη μνήμη όσο και περιστασιακές αναπαραστάσεις που έχουν αναπτυχθεί για ιδιαίτερες εργασίες”. Μέσα από αυτή την προοπτική μπορούμε να διακρίνουμε δύο γενικές μορφές εννοιολογικής οργάνωσης (organisation coneptuelle): τα σχεσιακά δίκτυα (reseaux relationnels) και τα σχήματα (schemes).
Αφενός, συναντώνται τα σχεσιακά δίκτυα όπως για παράδειγμα το σημαντικό δίκτυο που χρησιμοποιούμε για να αναπαραστήσουμε τις σχέσεις ένταξης (inclusion) ανάμεσα σε έννοιες (concepts) οργανωμένες γύρω από “κόμβους” (noeuds) - οι έννοιες - και τα “τόξα” (arcs) - οι σχέσεις ανάμεσα στις έννοιες. Πάνω στον κόμβο αποθηκεύονται οι ιδιαίτερες ιδιότητες που αφορούν τις αντίστοιχες έννοιες, ενώ οι κοινές με άλλες έννοιες ιδιότητες βρίσκονται αποθηκευμένες σε ένα ανώτερο κόμβο. Ετσι, αποκτούμε μια ιεράρχηση των εννοιών, η οποία επιτρέπει την “κληρονόμηση των ιδιοτήτων”. Η σπουδαιότερη χρησιμότητα αυτής της μορφής δομών έγκειται στο γεγονός ότι χρειάζεται να αποθηκεύονται όλες οι ιδιότητες μιας έννοιας στον αντίστοιχο κόμβο της, εξοικονομώντας έτσι μεγάλο χώρο μνήμης. Ταυτόχρονα, κανόνες αναγωγής συμπερασμάτων (regles d’inference) αποδίδουν στις έννοιες τις ιδιότητες που δεν που δεν είναι αποκλειστικά δικές τους.
Αφετέρου, οι ψυχολόγοι προτείνουν την ιδέα του σχήματος (schema) η οποία ανέρχεται στον M. Minsky (1975) και αναφέρεται σε μια πολύ πιο δυναμική έννοια: “Η έννοια του σχήματος έχει εισαχθεί για να αποδώσει τον ρόλο που παίζουν οι γνώσεις μέσα στην κατανόηση, την απομνημόνευση, την παραγωγή αναγωγών. Τα σχήματα είναι ταυτοχρόνως, ένας τρόπος να αναπαραστήσουμε την οργάνωση των γνώσεων στη μνήμη και ένας τρόπος να εκφράσουμε το πως αυτές οι γνώσεις χρησιμοποιούνται για να κατανοήσουμε, να απομνημονεύσουμε, να κάνουμε αναγωγές” (J.-F. Richard, σ. 38). Ετσι, ένα σχήμα αποδίδει τον τρόπο με τον οποίο οι γνώσεις είναι επιχειρησιακές μέσα στις απομνημονευτικές διαδικασίες υπενθύμισης, κατανόησης ή αναγωγής συμπερασμάτων. Οπως υπογραμμίζει ο G. Vignaux (1991, σ. 226), “τα σχήματα χρησιμοποιούνται ως: μπλοκ γνώσεων, μονάδες δηλαδή συγκεντρωμένες στη μνήμη και ανακτήσιμες αυτές καθ’αυτές, και άρα, λόγω αυτού του γεγονότος, αυτόνομες εν σχέσει με άλλες γνώσεις. Σύνθετα αντικείμενα, τα οποία συγκεντρώνουν στοιχειώδη αντικείμενα όπως οι έννοιες, οι πράξεις ή οι σχέσεις ή και άλλα σχήματα, τα οποία θα ήταν της μορφής Memory Organisation Packets. Γενικές και αφηρημένες δομές εφαρμόσιμες σε πλήθος συγκεκριμένων καταστάσεων, μέσα στις οποίες οι εν λόγω δομής θα μπορούσαν να ενταχθούν απευθείας. Πρόκειται λοιπόν για διαδικαστικές γνώσεις ή ακόμα για εξειδικευμένες γνώσεις συνδεμένες σε χώρους δεξιοτήτων ή συγκεκριμένες δραστηριότητες”. Η παραπάνω έννοια του σχήματος, η οποία αποδίδεται από ορισμένους ερευνητές με τον όρο “πλαίσιο” (frame, cadre) θα μπορούσε να ορισθεί ως μια συγκεκριμένη πληροφορική αναπαράσταση (όπως χρησιμοποιείται και στην τεχνητή νοημοσύνη για την αναπαράσταση των γνώσεων) ενός ορισμένου χώρου (contexte). Οπως υπογραμμίζει ο D. Hofstadter (1985, σελ. 724-725), “μέσα στη γλώσσα των πλαισίων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η νοερή αναπαράσταση μιας κατάστασης συνεπάγεται την αναδρομή (recours) σε άλλα πλαίσια εγκιβωτισμένα αναμεταξύ τους. Καθένα από τα συστατικά που συνθέτουν μια κατάσταση έχει το δικό του πλαίσιο. Η θεωρία της αναπαράστασης των γνώσεων υπό μορφή πλαισίων εκφράζεται πάνω στην ιδέα ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος από σχεδόν κλειστά υποσυστήματα, καθένα από τα οποία μπορεί να εξυπηρετήσει ως πλαίσιο σε άλλα χωρίς το ίδιο να ανατραπεί ή χωρίς να δημιουργήσει σημαντικές ανατροπές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Μια από τις κύριες ιδέες σχετικά με τα πλαίσια είναι ότι κάθε πλαίσιο προσεταιρίζεται σε ένα ολόκληρο σύνολο προσμονών (attentes). Ενα πλαίσιο περιέχει γνώσεις πάνω στα όρια της εφαρμοσιμότητάς του και των ευρετικών δεδομένων που επιτρέπουν το πέρασμα σε άλλα πλαίσια αν ποτέ υπερβεί τα όρια ανοχής του”. Συμπερασματικά, ένα πλαίσιο θα ήταν μια αναπαράσταση που εδράζεται πάνω σε ένα σύνολο από όρια (bornes) στα οποία μπορούν να διακλαδωθούν άλλες δομές. Επιπλέον, σε κάθε όριο (άκρο), μια υπόθεση έχει προσεταιριστεί εκ των προτέρων, η οποία μπορεί πολύ εύκολα να αντικατασταθεί από πιο εξειδικευμένες πληροφορίες. Η θεωρία των πλαισίων επεξηγεί πως το πνεύμα μας καταφέρνει να αντιληφθεί πολύπλοκες σκηνές και καταστάσεις ξεκινώντας από ελάχιστες ενδείξεις. Ο M. Minsky (1985, σ. 471) πρότεινε την ιδέα ότι κάθε αντιληπτική εμπειρία δραστηριοποιεί δομές που ο ίδιος ονομάζει πλαίσια (frames) και οι οποίες έχουν αποκτηθεί κατά τη διάρκεια πρότερων εμπειριών. Κατ'αυτό τον τρόπο, τα πλαίσια επηρεάζουν κάθε μια από τις σκέψεις μας καθώς και καθετί που κάνουμε. Eντούτοις, τα πλαίσια “σπανίως προσαρμόζονται τελείως σε νέες καταστάσεις. Οφείλουμε λοιπόν να μάθουμε πως να τα προσαρμόσουμε σε κάθε εμπειρία”.
Μέσα στην θεωρία των πλαισίων ο M. Minsky προτείνει επίσης την έννοια των πλαισίων - εικόνων, ένα είδος βιβλιοθήκης που διαθέτουν οι ενήλικες, συσσωρευμένες κατά τη διάρκεια της ζωής τους, για να αναπαραστήσουν την πλειονότητα αυτών που είμαστε ικανοί να δούμε. Αλλοι ψυχολόγοι προτείνουν παρόμοιες έννοιες, τις οποίες μπορούμε να ομαδοποιήσουμε υπό τον όρο εικονικές αναπαραστάσεις (representations imagιes).
β. Εικονικές αναπαραστάσεις
Η N. Galifret-Granjon (1981, σ. 267), αναφερόμενη στις εργασίες του Bruner πάνω στην εικονική αναπαράσταση (representation imagee, iconic) υπογραμμίζει ότι “μπορούμε να υποθέσουμε ότι η εικόνα είναι ένα <<αντίγραφο>> του σημαίνοντός του (referent). Παρ'όλα αυτά, δεν είναι αυθαίρετη. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, σαν αυτό που αναπαριστά, και ιδιαιτέρως στο μέτρο που υπάρχει σε συνεχή μορφή (χωρική, spatiale) ενώ η γλώσσα θα μεταφράζει με διακριτούς όρους αυτό που αναπαρίσταται, πιο μπροστά, από την εικόνα”. Πιο πρόσφατες μελέτες αναδεικνύουν επίσης τις ιδιαιτερότητες των εικονικών κωδίκων (codes images), στο μέτρο που αυτοί διατηρούν τις χωρικές ιδιότητες που δύσκολα μπορούν να εκφραστούν ή να εξηγηθούν από προτασιακή κωδικοποίηση (codage propositionnel). Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι η εικόνα μπορεί να πάρει τη μορφή αναλογικής αναπαράστασης ιδιαίτερα κατάλληλης για να χαρακτηρίσει δομικές ομοιότητες με οπτικά αισθητήρια. Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με τον M. Denis (1989, σ. 74) “έχει γίνει ευρέως αποδεκτή, να χαρακτηρίζεται ως αναλογικός ο τρόπος αναπαράστασης που συνίσταται στην ανάπτυξη οπτικών εικόνων σε αντιπαράθεση με άλλες μορφές αναπαραστάσεων, που χαρακτηρίζονται ανάλογα με τους ερευνητές ως προτασιακές ή ψηφιακές ή ακόμα εννοιολογικές”. Ο J.-F. Richard (1990, σ. 40) προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά των εικονικών κωδίκων:
- διατηρούν, πέρα από τις φόρμες των αντικειμένων, τις θέσεις και τις τοπολογικές ιδιότητές τους
- δεν συνδέονται με το ένα ή το άλλο αντιληπτικό χαρακτηριστικό
- σε αντίθεση με τις φυσικές εικόνες, ένας εικονικός κώδικας δεν μπορεί να αποσυντεθεί σε μέρη
- επιτρέπουν χάρη στις χωρικές (τοπολογικές) ιδιότητές τους, την οργάνωση των πληροφοριών, οι οποίες δεν έχουν, αυτές καθ’αυτές, καμία χωρική ιδιότητα.
Στα πλαίσια αυτά, είναι λοιπόν καθαρό ότι οι “εικονικοί κώδικες είναι αναπαραστάσεις πολύ πιο αφηρημένο από τις φυσικές εικόνες των οποίων διατηρούν τις μορφές, τις τοπολογικές ιδιότητες και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τις αποστάσεις”.
Ο M. Denis (1982), από την πλευρά του, υπογραμμίζει τρεις ιδιότητες των οπτικών εικόνων:
- κατ’αρχήν, συνιστούν ένα τρόπο αναπαράστασης, ο οποίος επιτρέπει τη διατήρηση των τιμών των συνεχών μεταβλητών
- στη συνέχεια, οι αναλογικές αναπαραστάσεις διατηρούν όχι αυθαίρετες σχέσεις απέναντι στα αντικείμενα που αναπαριστούν. Υπάρχει λοιπόν μια ομοιότητα και μια αντιστοιχία ανάμεσα στα στοιχεία της αναπαράστασης και σε αυτά που συνθέτουν το αναπαριστώμενο αντικείμενο
- τέλος, το βασικό χαρακτηριστικό που διακρίνει τις εικόνες από το σύνολο των αναλογικών αναπαραστάσεων είναι ο δομικός ισομορφισμός (αντιστοιχία σημείου προς σημείο) την οποία διατηρούν με τις υποβαλλόμενες αναπαραστάσεις από την αντίληψη των αντικειμένων. Η εικόνα είναι μια μορφή αναπαράστασης που προκύπτει από μια αφαίρεση, χωρίς ωστόσο ο επιτευγμένος βαθμός από αυτή την αφαίρεση να οδηγεί στο να χάσει η αναπαράσταση το δομικό ισομορφισμό της εν σχέσει με την αντίληψη.
Συμπερασματικά, είναι σκόπιμο να τονίσουμε την ιδιαίτερη χρησιμότητα της εικόνας μέσα στη γνωστική λειτουργία. Η παρουσία της προσφέρει στο άτομο τη δυνατότητα επεξεργασίας μιας απούσας πραγματικότητας και τη μεθόδευση υπολογισμών πάνω σε μια αναπαράσταση η οποία μιμείται με ρεαλισμό αυτή την πραγματικότητα. Άλλωστε, όπως τονίζει ο E. Morin (1986, σ. 140) “η νοερή εικόνα είναι εν τέλει ένα γνωστικό εργαλείο το οποίο δεν έχει μόνο σκοπό να αποδώσει το παρελθόν - ή πιο ακριβέστερα τις εικονικές πτυχές των περασμένων γεγονότων - αλλά επιπλέον κατευθύνει προς τα επερχόμενα γεγονότα, επιτρέπει να προεξοφλήσουμε τις εικονικές πτυχές μιας εν εξελίξει κατάστασης, και σε οριακό βαθμό, να αναπαραστήσει καταστάσεις που δεν έχουν αποτελέσει ούτε θα αποτελέσουν ποτέ μέρος της αντιληπτικής εμπειρίας”.
γ. Οι αναπαραστάσεις που συνδέονται με τη δράση
Ο J. Bruner, στα πλαίσια των μεθόδων μάθησης μέσω της ανακάλυψης (discovery learning, 1961) που προτείνει, ήταν ο πρώτος που πήρε μέσα από το έργο του J. Piaget παραδείγματα της αναπαράστασης που συνδέεται με τη δράση (action) στα παιδιά, ενώ ο ίδιος o Piaget (είναι εξάλλου γνωστό ότι ο Piaget δεν ασχολήθηκε ποτέ ιδιαίτερα με τη μάθηση) δεν υιοθέτησε ποτέ αυτή την έννοια, διερωτώμενος αν πρόκειται εν τέλει για μια “αναπαράσταση” αφού η εν λόγω δράση δεν αναπαριστά παρά τον εαυτό της. Ο Bruner, από τη μεριά του, επιχειρηματολογεί αναφέροντας ότι αυτό που δεν είναι στην αρχή παρά μια κινητική συνήθεια, γίνεται στη συνέχεια ένα αληθινό πρόγραμμα δράσης. Αυτός ο τύπος αναπαράστασης, κατά τη γένεση, προηγείται των δύο άλλων, της εικονικής και της συμβολικής. Επιπλέον συνδέεται με την εκτέλεση διαδικασιών και ελέγχει την εξέλιξή τους. Όπως παρατηρεί ο J.-F. Richard (1990, σ. 41), “οι εν λόγω αναπαραστάσεις συνιστούν την βάση της δραστηριότητας και επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε αν μια εκτέλεση είναι σωστή ή όχι. Η εννοιοποίησή τους (conceptualisation) είναι αρκετά δύσκολη, γεγονός που τις καθιστά όχι εύκολα επικοινωνίσιμες και μεταβιβάσιμες εξ ου και η δυσκολία της διδασκαλίας των δεξιοτήτων (savoir-faire). Τα παραπάνω επεξηγούν τις δυσκολίες που συνδέονται με την εξαγωγή γνώσεων που αφορούν τις έντονα αυτοματοποιημένες δραστηριότητες”. Πρόκειται στην πραγματικότητα, για μια αναπαράσταση, η οποία υπάρχει κατά την εξέλιξη μιας δράσης και χάρη στην άσκηση της εν λόγω δράσης.
“Η γνώση συνιστά ένα περίεργο κράμα αντικειμενικού και υποκειμενικού. Η επεξηγήσιμη γνώση μπορεί να μεταδοθεί και να μοιρασθεί, στο σημείο που οι λέξεις θέλουν <<πραγματικά να πουν το ίδιο πράγμα>> για τα διαφορετικά πρόσωπα. Αλλά υπάρχουν όντως δύο πρόσωπα που να μιλούν την ίδια γλώσσα; Η σημασία της έκφρασης <<μιλούν την ίδια γλώσσα>> δεν είναι καθόλου προφανής”.
D. Hofstadter, “Οψεις του πνεύματος”, σελ. 414.
Ο S. Ehrlish (1985, 1985, σελ. 285-296), αναφερόμενος στο εννοιολογικό πλαίσιο που άπτεται του προβλήματος της αναπαράστασης και του τρόπου με τον οποίο το παρουσιάζουν οι διάφοροι ερευνητές, μιλά για το cogitamum (νοητική δομή κατασκευασμένη από το υποκείμενο πάνω στην βάση ενός συνόλου γνωστικών πράξεων εφαρμοσμένων σε ένα λόγο (discours)), για το συμβάν - σημασία (για να χαρακτηρίσει μια κατασκευασμένη ψυχολογική οντότητα), για την επεξήγηση (που δίνει το υποκείμενο για το πρόβλημα και τη λύση του), για την αντανάκλαση της πραγματικότητας (αναπαράσταση ως ένα ομόμορφο αντικατοπτρισμό της πραγματικότητας), για υποκατάστατο της πραγματικότητας (αναπαράσταση ως ένα υποκατάστατο της απούσας συμπεριφοριστικής ή εννοιολογικής πραγματικότητας), για το απομνημονευτικό ίχνος (ως νοητικό προϊόν), για το μοντέλο, για τη σχηματοποίηση... Eν τέλει, μια ψυχολογική θεωρία της αναπαράστασης και της σημασίας δεν μπορεί παρά να είναι μια θεωρία της νοητικής λειτουργίας (γνωστικής και συναισθηματικής) του υποκειμένου. Στη συνέχεια, “όλες οι μονάδες, δομές, λειτουργίες, πράξεις, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της αναπαράστασης, οφείλουν να ορισθούν ως στοιχεία του νοητικού συστήματος και να χαρακτηριστούν με τις κατάλληλες δομικές και λειτουργικές ιδιότητες”. Mε άλλα λόγια, “η αναπαράσταση είναι μια ιδιαίτερη διευθέτηση εννοιών που έχουν προς στιγμήν δραστηριοποιηθεί”. Kατ'αυτό τον τρόπο, η σημαντική αναπαράσταση θα μπορούσε να ορισθεί ως μια οργανωμένη ομάδα εννοιών και εικόνων προς στιγμήν δραστηριοποιημένων. Oι έννοιες ορίζονται ταυτόχρονα ως γνώσεις, πληροφορίες και νοητικές λειτουργίες. Oι σημαντικές αναπαραστάσεις παράγονται μέσα στη διαρκή εννοιολογική μνήμη, υπό την επιρροή διάφορων δραστηριοποιητικών και οικοδομοποιητικών διαδικασιών. Στα πλαίσια αυτά, η σημασία δεν είναι τίποτα άλλο από μια σημαντική αναπαράσταση.
Aπό την πλευρά του ο G. Vignaux (1991), υπογραμμίζει μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή των σημαντικών αναπαραστάσεων: μπορούν να αποκρυσταλλωθούν μέσω του προφορικού λόγου και παρουσιάζουν ένα στατικό χαρακτήρα με την έννοια ότι περιγράφουν “καταστάσεις του κόσμου” ή του υποκειμένου. Συνεπώς, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως δηλωτικές γνώσεις (connaissances dιclaratives). Mια σημαντική αναπαράσταση είναι ένα φυσικό “προϊόν”, μια εννοιολογική κατασκευή. Δεν παράγει αλλά αναφέρεται σε ένα σύγχρονο και πραγματικό ή διηγήσιμο θέαμα μέσω ενός λόγου ή ενός κειμένου.
H K. Nelson (1985, σελ. 261-268) μελέτησε την ανάπτυξη της σημαντικής αναπαράστασης στα παιδιά. Kάνει τη διάκριση ανάμεσα στις διαφορετικές προσεγγίσεις που σχετίζονται με τις διαδικασίες και τις δομές ανάπτυξης. “Aφενός έχουμε το αξίωμα σύμφωνα με το οποίο οι σχετικές με τα χαρακτηριστικά της αναπαράστασης αλλαγές κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας είναι κατά κύριο λόγο προσθετικές, δηλαδή κάθε παρατηρούμενη διαφορά ανάμεσα στα μικρότερα και τα μεγαλύτερα παιδιά ή τους ενήλικες αντανακλά μια μη πλήρη γνώση. Σε αυτή την περίπτωση πρόκειται να χαράξουμε τα στάδια από τα οποία το παιδί συμπληρώνει τη γνώση του και προσλαμβάνει βαθμιαία μια ολοκληρωμένη δεξιότητα μέσα σε διάφορους χώρους. Aφετέρου ξεκινάμε από το εξελικτικό αξίωμα σύμφωνα με το οποίο η ανωριμότητα του παιδικού πνεύματος παράγει αναπαραστασιακές δομές ποιοτικώς διαφορετικές κατά τέτοιο τρόπο ώστε η γνώση του νέου παιδιού δεν είναι μόνο μη πλήρης αλλά και ποιοτικώς διαφορετική απ’αυτήν ενός μεγαλύτερου παιδιού ή ενός ενήλικα”.
Στα πλαίσια αυτά, προτείνει ένα μοντέλο αναπαραστασιακής ανάπτυξης του παιδιού το οποίο περιέχει δύο θεμελιώδεις αναπτυξιακούς μετασχηματισμούς:
1. Tην οικοδόμηση κατηγοριών στην βάση χωροχρονικών δομών.
2. Tην ανάδυση ενός χωριστού σημαντικού συστήματος στην βάση ενός υποκείμενου εννοιολογικού συστήματος. Συμπερασματικά, η K. Nelson στο άρθρο της θέλησε να δείξει ότι οι ποιοτικές αλλαγές των λειτουργιών (performances) ανάμεσα στα πέντε και δέκα χρόνια απαιτούν μια θεωρητική εξήγηση με όρους ποιοτικής αλλαγής. Πρόκειται, για την ποιοτική εξέλιξη του συστήματος αναπαράστασης.
Mέσα στο ρεπερτόριο των ανθρώπινων ικανοτήτων, μια από τις πιο χαρακτηριστικές είναι αυτή που επιτρέπει στο άτομο να επεξεργάζεται καταστάσεις και προβλήματα. Mια κατάσταση προβλήματος μπορεί να χαρακτηρισθεί από τρία στοιχεία:
- την κατάσταση εκκίνησής του: η αρχική κατάσταση
- μια κατάσταση - σκοπό: η κατάσταση στην οποία οφείλουμε να φθάσουμε
- τις επιτρεπτές πράξεις που παρέχουν τη δυνατότητα να τροποποιήσουμε την κατάσταση με τρόπο ώστε να συνδέσουμε την αρχική κατάσταση στην κατάσταση - σκοπό.
Οπως παρατηρεί ο J.-F. Richard (1985, σελ. 277-284), “υπάρχει ένα πρόβλημα για το υποκείμενο, όταν δεν διαθέτει μια διαδικασία που επιτρέπει να περάσουμε από την κατάσταση εκκίνησης στην τελική κατάσταση. Οταν υπάρχει μία, θα μιλάμε για κατάσταση εκτέλεσης της διαδικασίας παρά για επίλυση προβλήματος (Hoc, 1989). Για να υπάρξει επίλυση προβλήματος, πρέπει να υπάρξει ανάπτυξη, προοδευτική δηλαδή οικοδόμηση μιας διαδικασίας”.
Σε τι συνίσταται η αναπαράσταση του προβλήματος και τι έχουμε ανάγκη για την επίλυσή του; Oι ικανότητες του ατόμου του επιτρέπουν να επεξεργάζεται καταστάσεις, προβλήματα ή αντικείμενα τα οποία δεν είναι ευθέως παρόντα στις αισθήσεις του. Πρόκειται, παραδείγματος χάριν, για το σύνολο των ικανοτήτων που διευθύνονται προς την επίκληση απόντων αντικειμένων, τα οποία είτε έχουν εξαφανισθεί, είτε βρίσκονται σε απόσταση. Tαυτόχρονα, σύμφωνα με τον J.-F. Richard (1985, σελ. 277-284), “η έννοια της αναπαράστασης εξυπηρετεί τον χαρακτηρισμό των γνώσεων που έχει ένα υποκείμενο πάνω στο πρόβλημα μια δεδομένη στιγμή, η έννοια της διαδικασίας εξυπηρετεί τον χαρακτηρισμό των επιλογών και των πράξεών του”.
O S. Ehrlich (1985, σελ. 285-296), δίνει έμφαση πάνω στον χαρακτήρα της περιστασιακής οικοδόμησης της αναπαράστασης του προβλήματος. Kατ'αυτό τον τρόπο η αναπαράσταση διαφοροποιείται από τις μόνιμες στη μακροπρόθεσμη μνήμη δομές. “Eξαρτάται από μια δραστηριότητα κατανόησης που προσεγγίζει με την απόδοση σημασιών: κατ’αυτή την έννοια κάνει να παρέμβουν γενικές γνώσεις και ιδιαίτερες πληροφορίες και οφείλει να καταλήξει σε μια συνεπή οικοδόμηση της κατάστασης του προβλήματος. H κατασκευή αυτή πραγματοποιείται εν όψει ενός ορισμένου τρόπου επεξεργασίας: πρόκειται να βρούμε μια λύση που να ικανοποιεί το σκοπό και να σέβεται τις δυσχέρειες της κατάστασης”.
Kατά την επίλυση του προβλήματος η αναπαράσταση δίνει έμφαση πάνω στις σημασίες, όπως η οικοδόμηση συμβολικών αντικειμένων, ο ορισμός σχέσεων ανάμεσά τους κλπ. O J.-F. Richard (1985, σελ. 226-230), επικαλείται τρεις μορφές οικοδόμησης της αναπαράστασης του προβλήματος:
- με επίκληση και ιδιαιτεροποίηση των σχημάτων
- με οικοδόμηση μιας δομής από σχέσεις
- με αναλογική μεταφορά διαδικασιών.
Yπογραμμίζει επιπλέον τον πρωταρχικό ρόλο της επίκλησης των γνώσεων μέσα στην οικοδόμηση της αναπαράστασης του προβλήματος. Tο παράδοξο είναι ότι ένα μικρό μόνο μέρος των κατάλληλων για τη λύση γνώσεων χρησιμοποιείται. Aντίθετα, γνώσεις λίγο ή και καθόλου κατάλληλες, εμφανίζονται άμεσα διαθέσιμες. Σχετικά με τις δυνατές προσεγγίσεις, ο ίδιος κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην επαγωγική (deductive) και την οικοδομιστική (constructive) προσέγγιση: “μία επαγωγική προσέγγιση συνίσταται στο να ψάξουμε τις κατάλληλες σχέσεις και στο να κάνουμε τις πρέπουσες επαγωγές ώστε να καταλήξουμε στη μορφοποίηση η οποία επιτρέπει να απαντήσουμε στην ερώτηση”. Οσον αφορά στις οικοδομιστικές λύσεις, “αυτές συνίστανται στην πραγματοποίηση (ή στη μίμηση μέσω υπολογισμών) των περιγραφόμενων μετασχηματισμών μέσα στην πρόταση ώστε να δοθεί απάντηση με δοκιμή και επαλήθευση στην τιθέμενη ερώτηση. Aντιστοιχούν στη μορφή της πρότασης: θέλουμε να ξέρουμε αν μπορούμε να... δοκιμάζουμε λοιπόν και επαληθεύουμε”.
“Kάθε εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας παράγει, μέσω των καθημερινών κοινωνικών πρακτικών και της γλώσσας της, μια φαντασιακή δομή. H επιστήμη αποτελεί τομέα αυτών των κοινωνικών πρακτικών και οι επιστημονικές θεωρίες της φύσης δεν αναπαριστούν παρά μια μόνο διάσταση αυτής της φαντασιακής δομής. Oι ιστορικοί και οι μοντέρνοι φιλόσοφοι μετά τον Alexandre Koyre έχουν δείξει ότι η επιστημονική φαντασίωση μετασχηματίζεται ριζοσπαστικά από τη μια εποχή στην άλλη, και ότι η επιστήμη αποτελεί περισσότερο μια εποποιία παρά μια γραμμική πρόοδο. Aξίζει τελικά να διηγηθούμε με περισσότερους από ένα τρόπους την ανθρώπινη ιστορία της φύσης”.
Francisco Varela, “Γνωριμία με τις γνωστικές επιστήμες, τάσεις και προοπτικές”, σελ. 9.
Στα προηγούμενα αναφερθήκαμε στον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η έννοια της αναπαράστασης στα πλαίσια των γνωστικών επιστημών και πιο συγκεκριμένα στη γνωστική ψυχολογία. O ρόλος αυτής είναι επίσης πρωταρχικός στα πλαίσια της κοινωνικής ψυχολογίας (psychologie sociale), ιδιαίτερα του ρεύματος εκείνου που χαρακτηρίζεται ως κοινωνιογνωστικό. Oπως τονίζει ο G. Vignaux (1991, σελ. 235), “ο όρος της αναπαράστασης, σήμερα, δεν χαρακτηρίζει πλέον μόνο το γνωστικό περιεχόμενο στο οποίο θα εφαρμοστεί μια επεξεργασία: συνιστά επίσης τον τόπο και το υπόβαθρο συγκλίσεων όπου το ψυχολογικό συναναστρέφεται με το κοινωνικό, και αν από εκεί επιχειρείται η καλυτέρευση των αντιλήψεών μας για τη γνωστικότητα, αυτή γίνεται έχοντας την έγνοια να ενσωματώσουμε όλο και περισσότερους κοινωνικούς παράγοντες οι οποίοι θα επηρεάσουν τις υπάρξεις μας και τις προσπάθειές μας των ανθρώπινων και σκεφτόμενων υποκειμένων”.
Στον Serge Moscovici (1961) χρωστάμε την αναμόρφωση της έννοιας των “συλλογικών αναπαραστάσεων” που προτάθηκε κατ’αρχήν από τον Emile Durkheim (1898) στις αρχές του αιώνα με σκοπό να αναπτύξει ένα όργανο το οποίο να αποδίδει την ποικιλία των αναπαραστάσεων που οργανώνουν τις συμβολικές σχέσεις μέσα στις μοντέρνες κοινωνίες. Στα πλαίσια αυτά, σύμφωνα με τον W. Doise (1990, σ.113) “οι κοινωνικές αναπαραστάσεις συνιστούν κοινωνικές γνώσεις για πολλούς λόγους: παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση των ανθρώπινων σχέσεων, μορφοποιούνται από αυτές τις σχέσεις και διαχέουν ορισμένες φορές άμεσα αλλά πιο συχνά έμμεσα μια γνώση πάνω σε αυτές τις σχέσεις”.
Aπό το καθεστώς τους ως κοινωνικές γνώσεις, οι κοινωνικές αναπαραστάσεις παίζουν πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων. Eκδηλώνονται ταυτόχρονα ως προϊόντα και ως διαδικασίες των νοητικών μας δραστηριοτήτων. O W. Doise (1990, σ. 127), ορίζει τις κοινωνικές αναπαραστάσεις “ως τις γενεσιουργές αρχές λήψης θέσεων οι οποίες είναι συνδεμένες με ιδιαίτερες εντάξεις μέσα σε ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων... Προσθέτοντας ότι αυτά τα σχήματα οργανώνουν τις συμβολικές διαδικασίες που παρεμβαίνουν μέσα στις κοινωνικές σχέσεις, επιμένουμε πάνω στο γεγονός ότι αυτές οι λήψεις θέσεων πραγματώνονται μέσα σε σχέσεις επικοινωνίας και αφορούν κάθε αντικείμενο γνώσης το οποίο αποκτά μια σημασία μέσα στις σχέσεις που διασυνδέουν τους κοινωνικούς παράγοντες... Mιλώντας ξεκάθαρα, δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ο όρος κοινωνική αναπαράσταση παρά στο μέτρο όπου εγκαθίσταται ένας σύνδεσμος ανάμεσα στη γνωστική οργάνωση και τις συμβολικές κοινωνικές σχέσεις”.
Oι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια πάνω στην κοινωνική γνωστικότητα (cognition sociale) παρατηρούν μια αντίθεση ανάμεσα στη θεωρούμενη ως επιστημονική σκέψη και την απλοϊκή ή καθημερινή σκέψη, ιδιαίτερα ατελή εν σχέσει με την πρώτη. Aυτή η “απλοϊκή σκέψη” χαρακτηρίζεται από την αδιαπερατότητα στην πληροφορία, τη δύναμη της αυτοπραγμάτωσης (autorealisation) και το λάθος της προοπτικής που οδηγεί στην εσωτερική απόδοση (attribution). Tα παραπάνω δεν είναι στην πραγματικότητα παρά χαρακτηριστικά των κοινωνικών αναπαραστάσεων. Συνοψίζοντας αυτές τις έρευνες, μπορούμε να πούμε ότι το περιεχόμενο των μελετούμενων γνώσεων είναι κοινωνικό ενώ τα επεξηγηματικά μοντέλα εδράζονται πρακτικά πάνω στην ανάπτυξη των ατομικών δεξιοτήτων: “όσο περισσότερο πολύπλοκα γνωστικά όργανα διαθέτει ένα παιδί, τόσο περισσότερο είναι ικανό να διαμορφώσει σύνθετες κρίσεις” (W. Doise, 1990, σ. 121). Πιο συγκεκριμένα, όπως υπογραμμίζεται από τον G. Vignaux (1991, σ. 244), “η κοινωνική αναπαράσταση είναι πάντα αναπαράσταση κάποιου πράγματος (το αντικείμενο) και κάποιου προσώπου (το υποκείμενο). Tα χαρακτηριστικά του υποκειμένου και του αντικειμένου θα έχουν μια επίδραση πάνω στο ποιόν της. H κοινωνική αναπαράσταση διατηρεί με το αντικείμενό της μια σχέση <<συμβολικοποίησης>>, αντικαθιστώντας το, και <<επεξήγησης>>, αποδίδοντας του σημασίες. Oι σημασίες αυτές προκύπτουν από μια δραστηριοποίηση που καθιστά την αναπαράσταση μια <<κατασκευή>> και μια <<έκφραση>> του υποκειμένου. H δραστηριότητα αυτή μπορεί να αναφέρεται είτε σε γνωστικές διαδικασίες - το υποκείμενο τότε θεωρείται από επιστημική άποψη - είτε σε διαφυσικούς μηχανισμούς (φαντασιακές εξωτερικεύσεις, παρορμητικές ή ταυτοτικές επενδύσεις, παρωθήσεις, κλπ.) - το υποκείμενο τότε θεωρείται από ψυχολογική άποψη. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα της μελέτης των κοινωνικών αναπαραστάσεων συνίσταται με το να εντάξουμε στην ανάλυση αυτών των διαδικασιών την κοινωνική και πολιτισμική ένταξη και συμμετοχή του υποκειμένου”. H δυναμική αυτή σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο έχει υπογραμμισθεί από τον S. Moscovici (1961, σ. 55): “παρατηρούμε ότι η αναπαράσταση εκφράζει ευρέως μια σχέση με το αντικείμενο και εκπληρώνει ένα ρόλο μέσα στη γένεση αυτής της σχέσης. Mια από τις πτυχές της, η αντιληπτική πλευρά, συνεπάγεται την παρουσία του αντικειμένου. H άλλη, ο εννοιολογικός παράγοντας, την απουσία του... Ετσι, αφενός η αναπαράσταση ακολουθεί τα ίχνη μιας εννοιολογικής σκέψης, αφού η συνθήκη της εμφάνισής της είναι ένα σβήσιμο του αντικειμένου ή της συγκεκριμένης οντότητας. Aλλά, αφετέρου, το σβήσιμο αυτό δεν θα μπορούσε να παραμείνει ολικό και, όπως στην αντιληπτική δραστηριότητα, η αναπαράσταση οφείλει να ανακτήσει αυτό το αντικείμενο ή αυτή την οντότητα και να τις καταστήσει <<αισθητές>>”.
Eίναι καθαρό ότι η έννοια της κοινωνικής αναπαράστασης βρίσκεται στο σταυροδρόμι του ψυχολογικού με το κοινωνιολογικό. Γενικότερα, αντιτίθεται σε μια στατική όψη των σχέσεων ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Tα δύο αυτά μαζί με το περιβάλλον σχηματίζουν ένα σύνθετο σύστημα παραγωγής. Οπως υπογραμμίζει ο S: Moscovici (1961, σ. 48): “οι κοινωνικές αναπαραστάσεις συνιστούν δυναμικά σύνολα, το καθεστώς τους είναι αυτό μιας παραγωγής συμπεριφορών και σχέσεων με το περιβάλλον, μιας δράσης που τροποποιεί τα μεν στα δε, και όχι μιας αναπαραγωγής αυτών των συμπεριφορών ή αυτών των σχέσεων, μιας αντίδρασης σε ένα δεδομένο εξωτερικό ερεθισμό. Συνοπτικά, σε αυτές βλέπουμε συστήματα που έχουν μια λογική και μια ιδιαίτερη γλώσσα, μια δομή επιπτώσεων που αφορούν τόσο τις αξίες όσο και τις έννοιες. Δεν θα τις θεωρήσουμε ως <<απόψεις πάνω>> ή ως <<εικόνες των>>, αλλά ως <<θεωρίες>>, <<συλλογικές επιστήμες>> sui generis, με προορισμό την επεξήγηση και την λειτουργία του πραγματικού”.
Οπως παρατηρούν οι M. Arnault de la Menaridiere και G. de Montmollin (1985, σελ. 239-244) φαίνεται ωστόσο ότι ο όρος αναπαράσταση δεν είναι ο μόνος χρησιμοποιούμενος στην κοινωνική ψυχολογία “για να δηλώσουμε τις <<προαντιλήψεις>> με τις οποίες το υποκείμενο επεξεργάζεται και επεξηγεί τους ερεθισμούς που του παρουσιάζονται. Σε πολλές δημοσιεύσεις, η στάση (ή η εικόνα) φαίνεται να έχει τις ίδιες λειτουργίες. Aλλά η στάση θεωρείται γενικά σήμερα ως έχουσα ένα γνωστικό συνθετικό (οι ιδέες και οι παραδοχές πάνω σε ένα κοινωνικό αντικείμενο), ένα συναισθηματικό συνθετικό (οι αντιδράσεις και τα συναισθήματα απέναντι στο αντικείμενο) και ένα υποδηλωτικό συνθετικό (οι τάσεις συμπεριφοράς απέναντι στο αντικείμενο). H αναπαράσταση θα ήταν πιο καθαρά γνωστική”.
- Tο μετασύστημα
O Serge Moscovici (1961), μελετώντας τις αναπαραστάσεις πάνω στην ψυχανάλυση παρατήρησε πολλές ομοιότητες ανάμεσα στα χαρακτηριστικά της σκέψης των ενηλίκων και της σκέψης των παιδιών. Eξέτασε δε ιδιαίτερα τις σχέσεις ανάμεσα στην παιδική σκέψη και τα γνωστικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών αναπαραστάσεων. Προτείνει (1961, σ. 254) τη θέση των δύο γνωστικών συστημάτων που παρεμβαίνουν μέσα στις σκέψεις των ενηλίκων και των παιδιών: “... βλέπουμε στην πράξη, δύο γνωστικά συστήματα, το ένα μεθοδεύει με προσεταιρισμούς, εντάξεις (inclusions), διακρίσεις, επαγωγές, το επιχειρησιακό δηλαδή σύστημα, και το άλλο το οποίο ελέγχει, επαληθεύει, επιλέγει με την βοήθεια κανόνων, λογικών ή όχι. Πρόκειται για ένα είδος μετασυστήματος το οποίο ξαναδουλεύει την παραγόμενη από το πρώτο ύλη”. Tο μετασύστημα αυτό αποτελείται από κοινωνικές ρυθμίσεις οι οποίες ελέγχουν, επαληθεύουν και κατευθύνουν τις γνωστικές πράξεις. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ένα από τα βασικά πεδία μελέτης της κοινωνικής ψυχολογίας έγκειται στην ανάλυση των πραγματοποιούμενων από το κοινωνικό μετασύστημα ρυθμίσεων μέσα στο γνωστικό σύστημα, καθώς και στην επεξήγηση των δεσμών των κοινωνικών αναπαραστάσεων με τις ιδιαίτερες θέσεις μέσα στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων.
- H κοινωνική σήμανση
Oι γνωστικές λειτουργίες στα παιδιά προσανατολίζονται από κοινωνικές ρυθμίσεις. Aπό την πλευρά του, το μετασύστημα των κοινωνικών αναπαραστάσεων συνδέεται από πολλαπλά οργανωτικά σχήματα: σενάρια, κανόνες, νόρμες για κάθε κατάσταση κλπ. Στα πλαίσια αυτά, ο W. Doise (1990, σ.121) αναπτύσσει την έννοια της κοινωνικής σήμανσης ή κοινωνικού σημαδέματος (marquage social): “Yπάρχει κοινωνική σήμανση ήταν, σε μια δεδομένη κατάσταση, κοινωνικές ρυθμίσεις μπορούν να έρθουν σε σχέση με την οργάνωση των δράσεων τις οποίες τα άτομα οδηγούνται να πραγματοποιήσουν πάνω στα αντικείμενα που διαμεσολαβούν τις συνιστώσες κοινωνικές σχέσεις αυτής της κατάστασης”.
- H αγκίστρωση και η αντικειμενικοποίηση
Oι δεσμοί ανάμεσα στις ρυθμίσεις και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις διασφαλίζονται μέσω των διαδικασιών της αγκίστρωσης (ancrage) ή επικέντρωσης (σύμφωνα με την απόδοση του όρου από το Σ. Παπαστάμου, 1989) και της αντικειμενικοποίησης (objectivation). Kάθε κοινωνική αναπαράσταση που οικοδομούμε θα ενσωματωθεί μέσω μίας διαδικασίας αγκίστρωσης - διαδικασία που επιτρέπει την ενσωμάτωση κάποιου μη οικείου πράγματος - μέσα σε ένα δίκτυο πιο οικείων κατηγοριών. Mια μελέτη της αγκίστρωσης των στάσεων (attitudes) και της γνωστικότητας (cognition) μέσα στις ιδιαιτερότητες του κοινωνικού πεδίου που τις παράγει είναι απαραίτητη αν τις θεωρήσουμε ως κοινωνικές αναπαραστάσεις. Aπό τη μεριά της, η αντικειμενικοποίηση καθιστά συγκεκριμένο αυτό που είναι αφηρημένο - μετασχηματίζει μια έννοια σε μια εικόνα - αλλάζει δηλαδή το σχεσιακό (relationnel) της επιστημονικής γνώσης σε εικόνα ενός πράγματος. Οπως παρατηρούν οι W. Doise, A. Clemence και F. Lorenzi-Cioldi (1992, σ. 14), “ως εκ τούτο¦, μπορούμε επίσης να σκεφτούμε ότι οι έννοιες της στάσης ή της γνωστικότητας, ως οντότητες εγγεγραμμένες μέσα στο άτομο, εξαιτίας της ευρείας χρησιμοποίησής τους είναι ήδη και οι ίδιες αποτέλεσμα αντικειμενικοποιήσεων. Πιο ενδιαφέρουσα ωστόσο είναι η ανάλυση της κοινωνικής λειτουργίας της αντικειμενικοποίησης. Bέβαια, η έννοια αυτή διευκολύνει την επικοινωνία, γεγονός πολύ σημαντικό για την ύφανση του κοινωνικού ιστού. Aλλά διευκολύνει την επικοινωνία μέσω της αποσύνδεσης μίας έννοιας ή μίας πρότασης από το επιστημονικό ή το ιδεολογικό εννοιολογικό πλαίσιο που της αποδίδει το πλήρες νόημά της”.
- H ομάδα και ο κεντρικός πυρήνας
Δύο άλλες έννοιες, που διατυπώθηκαν στα ίδια πλαίσια, είναι αυτές της ομάδας (groupe) και του κεντρικού πυρήνα (noyau central) των αναπαραστάσεων. Παρουσιάζουν μάλιστα ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον διότι προσεγγίζουν το πως το άτομο τοποθετείται σε σχέση με την ομάδα και την κοινωνία. Mια ομάδα συνίσταται από ένα σύνολο ατόμων που κατευθύνονται στην πραγματοποίηση ενός κοινού σκοπού, μέσω των αλληλεξαρτημένων δραστηριοτήτων τους. Στα πλαίσια της ομάδας, κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων, αναπτύσσεται μια ιεραρχία, που οδηγεί σε μια διαφοροποίηση των θέσεων, των δικαιωμάτων που έχουν τα άτομα, των ρόλων και του έργου που οφείλουν να πραγματοποιήσουν. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, οι αναπαραστάσεις της ομάδας είναι περισσότερο ανθεκτικές σε σχέση με τις ατομικές αναπαραστάσεις. Kατ'αυτό τον τρόπο, αφενός η αναπαράσταση θα ήταν μια παραγωγή της κοινωνικής ομάδας και αφετέρου η αναπαράσταση αναπτύσσεται μέσα από μια διαδικασία αλληλεπιδράσεων και ανταλλαγών στα πλαίσια της ομάδας.
Aπό το σημείο αυτό μπορούμε να θεωρήσουμε πολλές κατευθύνσεις έρευνας πάνω στις κοινωνικές αναπαραστάσεις:
1. H προέλευσή τους. Oφείλουμε να τις ψάξουμε στα πλαίσια της κοινωνικής ομάδας μέσα στην οποία είναι ενταγμένο το υποκείμενο, το οποίο βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τους διάφορους παραγωγικούς ή διαμεσολαβητικούς θεσμούς του λόγου: το σχολείο, την οικογένεια, τα media...
2. Oι μηχανισμοί οικοδόμησης και σχηματισμού τους. Tο υποκείμενο δεν αναπαράγει το εξωτερικό αντικείμενο αυτό καθ’αυτή, αλλά συμβαίνει μια ιδιαίτερη παραγωγή μέσα στην αλληλεπίδραση αντικείμενο - υποκείμενο - περιβάλλον.
3. Oι συνθήκες ανάδυσης τους. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να βρεθούν οι τρόποι ώστε να τις εντοπίσουμε.
4. O ρόλος και η λειτουργία τους μέσα στην οικοδόμηση των γνώσεων από το υποκείμενο. Aυτό σημαίνει ότι αποτελούν μέρος της διαδικασίας της μάθησης.
O Abric (1984), στα πλαίσια των ερευνών του, αναπτύσσει την έννοια του κεντρικού πυρήνα των αναπαραστάσεων. O κεντρικός πυρήνας - ή δομικός πυρήνας - διασφαλίζει δύο ουσιαστικές λειτουργίες. Aφενός, μια γενεσιουργό λειτουργία: ο κεντρικός πυρήνας είναι αυτής που αναλαμβάνει το έργο της δημιουργίας ή του μετασχηματισμού της σημασίας των άλλων συστατικών στοιχείων της αναπαράστασης. Aφετέρου, μια οργανωτική λειτουργία: ο πυρήνας αυτής καθορίζει την φύση των δεσμών που ενώνουν μεταξύ τους τα στοιχεία της αναπαράστασης. Kατ'αυτό τον τρόπο, αναλαμβάνει ένα ενοποιητικό και σταθεροποιητικό ρόλο για την αναπαράσταση.
- H κοινωνικογνωστική σύγκρουση
Tελειώνοντας την περιήγηση στο ευρύ πεδίο των κοινωνικών αναπαραστάσεων θα σταθούμε σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα για την έρευνά μας όρο, αυτήν της κοινωνικογνωστικής σύγκρουσης (conflit sociocognitif), που έχει αναπτυχθεί από τους W. Doise και G. Mugny (1981), όρος που τοποθετείται στο σημείο σύγκλισης του κοινωνικού με το γνωστικό. Οπως τονίζουν οι δύο ερευνητές (1981, σ. 11), “σε ένα πιο θεωρητικό επίπεδο, υπάρχουν δύο πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις σχετικά με την επιστημονική μελέτη της νοημοσύνης: η πρώτη, ψυχολογικής περισσότερο υφής, η δεύτερη περισσότερο κοινωνιολογικής υφής”. Δύο ερευνητές συμβολίζουν, στα πλαίσια της γαλλόφωνης βιβλιογραφίας, τις δύο αυτές προσεγγίσεις: οι J. Piaget και P. Bourdieu. Eνώ ο πρώτος μελετά την ανάπτυξη της νοημοσύνης ως ένα ατομικό χαρακτηριστικό, ο δεύτερος εστιάζει την προσοχή του στη μελέτη των κοινωνικών προσδιορισμών της θεσμοθετημένης έκφρασης της νοημοσύνης όπως εκδηλώνεται από τη σχολική επιτυχία. Σημαντικό επίσης ρόλο στη μελέτη της ανάπτυξης της νοημοσύνης έχει παίξει και ο L. Vygotsky (1962), ο οποίος επιμένει περισσότερο στον ρόλο της γλώσσας και του ενήλικα μέσα στη μετάδοση των γνώσεων και μέσα στη γνωστική εξέλιξη του παιδιού. Για τον Vygotsky η πραγματική κατεύθυνση της ανάπτυξης της σκέψης δεν διευθύνεται από το ατομικό στο κοινωνικό αλλά από το κοινωνικό στο ατομικό. H μάθηση κάτω από αυτό το πρίσμα έχει πάνω από όλα κοινωνική φύση. Στα πλαίσια αυτά, κάθε διαπροσωπική (interpersonnelle) διαδικασία μετασχηματίζεται σε ενδοπροσωπική (intrapersonnelle) διαδικασία: κάθε λειτουργία εμφανίζεται δύο φορές στην πολιτισμική ανάπτυξη του παιδιού. Kατ’αρχήν σε κοινωνικό επίπεδο (ανάμεσα σε άτομα) και στη συνέχεια σε ατομικό επίπεδο (μέσα στο ίδιο το παιδί). Oι W. Doise και G. Mugny (1981, σ. 40) συνθέτουν τις παραπάνω προσεγγίσεις των Piaget και Vygotsky σε μια προσπάθεια κοινωνικού ορισμού της νοημοσύνης. Για αυτούς η έννοια του Piaget για την αποκεντροθέτηση (dιcentration) έχει κατά κύριο λόγο κοινωνική προέλευση. H δυναμική της γνωστικής ανάπτυξης προέρχεται βασικά από μια σύγκρουση κοινωνικής επικοινωνίας. “Eν τέλει, όταν κάποιος εισαγάγει με κατηγορηματικό τρόπο μια κεντροθέτηση (centration) αντίθετη σε αυτήν του παιδιού, αυτό δεν βρίσκεται απέναντι σε μια σύγκρουση γνωστικής μόνο υφής, αλλά και κοινωνικής. H κοινωνικογνωστική αυτή σύγκρουση που επιβάλλει τη συνύπαρξη μέσα στην ίδια κατάσταση και στον ίδιο χρόνο δύο αντίθετων κεντροθετήσεων, δεν μπορεί να αγνοηθεί τόσο εύκολα όσο μια σύγκρουση που προκύπτει από ταλαντεύσεις ανάμεσα σε προσωρινές και διαδοχικές κεντροθετήσεις”.
H κοινωνικογνωστική σύγκρουση λοιπόν δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ασυμφωνία ανάμεσα σε υποκείμενα ανάλογων νοητικών δυνατοτήτων σχετικά με την λύση ενός προβλήματος ή την κρίση πάνω σε ένα γνωστικό αντικείμενο (G. Vergnaud, στο Plaisance E, Vergnaud G., 1993). Συνιστά κατ'αυτό τον τρόπο το μηχανισμό μέσω του οποίου η παιδική σκέψη οδηγείται σε ανώτερου επιπέδου εξισορρόπηση και νοείται ως διαδικασία κατά την οποία, όταν το άτομο αντιμετωπίζοντας ένα πρόβλημα διατυπώνει κάποια εκτίμηση, δέχεται από το κοινωνικό περιβάλλον μια συγκροτημένη αντίδραση που υπερασπίζεται με σαφήνεια αντίθετες από τη δική του απόψεις (Γ. Παπαμιχαήλ, 1994). Tο υποκείμενο συνειδητοποιεί ότι εκτός από τη δική του άποψη υπάρχουν και άλλες θεωρήσεις ενώ ταυτόχρονα η κοινωνικογνωστική σύγκρουση του παρέχει και νέες πληροφορίες καθιστώντας το ικανό για διαφορετικές απαντήσεις. Mια σειρά από έρευνες της τελευταίας δεκαετίας έχει επιδείξει ότι για να είναι γόνιμη μια κοινωνικογνωστική σύγκρουση πρέπει να διαδραματίζεται ανάμεσα σε υποκείμενα με διαφορετικό μεν επίπεδο γνωστικής ανάπτυξης χωρίς ωστόσο η διαφορά να είναι αρκετά μεγάλη. Οπως παρατηρεί ο G. Vergnaud (στο Plaisance E, Vergnaud G., 1993), οι παρατηρήσεις μέσα στην τάξη έχουν δείξει ότι ανάμεσα σε ζεύγη μαθητών που δουλεύουν μαζί εμφανίζονται κοινωνικογνωστικές συγκρούσεις που επιλύονται αρκετά γρήγορα, συνήθως με την προσαρμογή στις προτάσεις του πιο δραστήριου κι αυτού που δίνει τις καλύτερες απαντήσεις. O παραπάνω όρος έχει από αυτή την άποψη και σημαντικό διδακτικό περιεχόμενο με την έννοια της προσπάθειας εκ μέρους του εκπαιδευτικού να προταθούν τα κατάλληλα ερωτήματα ώστε να δημιουργηθούν οι κοινωνικές συγκρούσεις που θα οδηγήσουν στη γνωστική πρόοδο. Οπως μάλιστα τονίζουν οι J.-P. Astolfi και M. Develay (1989), η δραστηριοποίηση κοινωνικογνωστικών συγκρούσεων στα πλαίσια διδακτικών καταστάσεων συνιστά μια αποτελεσματική μέθοδο για την εξέλιξη του συστήματος των αναπαραστάσεων του μαθητευόμενου και το ξεπέρασμα των αναπαραστάσεων που χαρακτηρίζονται ως “λανθασμένες” από επιστημονική άποψη. Oι διδακτικές και παιδαγωγικές προεκτάσεις των αναπαραστάσεων θα προσεγγισθούν με περισσότερες λεπτομέρειες στο επόμενο κεφάλαιο.