Στην Κλασική Αθήνα λοιπόν, ο δήμος των πολιτών χωρίζονταν σε διάφορες κοινωνικές τάξεις μέσα από τις οποίες καθορίζονταν και η θέση της γυναίκας στην αθηναϊκή κοινωνία. Είναι άλλωστε γνωστό, ότι ο πληθυσμός της Αττικής δεν αποτελούνταν εξολοκλήρου από Αθηναίους πολίτες αλλά και από δούλους (αιχμάλωτοι πολέμου) και από μετοίκους (κάτοικοι άλλων πόλεων που δεν ήταν Αθηναίοι πολίτες). Έτσι κατ' επέκταση και ο γυναικείος πληθυσμός ήταν ανομοιογενείς και δεν αποτελούνταν αποκλειστικά από Αθηναίες αλλά υπήρχαν δούλες και γυναίκες μετοίκων και κάθε μια από αυτές τις κατηγορίες γυναικών κατείχαν την δική τους ξεχωριστή θέση στην αθηναϊκή κοινωνία.
Η Αθηναία, δηλαδή η γυναίκα που ήταν σύζυγος ή κόρη Αθηναίου πολίτη, ήταν αρκετά δύσκολο να αποκτήσει την ανεξαρτησία της και παρέμενε πάντοτε υπό την κηδεμονία του πατέρα της ή του νόμιμου κηδεμόνα της, του ''κυρίου'' της όπως λεγόταν. Ακόμα και μετά τον γάμο, που πρέπει να επισημανθεί ότι δεν ήταν επιλογή της νέα γυναίκας, αλλά ένα είδος διακανονισμού, δηλαδή μια προφορική υπόσχεση ανάμεσα στον νόμιμο κηδεμόνα και τον μελλοντικό της σύζυγο, η κηδεμονία της μετατοπιζόταν στον σύζυγο της και αν αυτός αργότερα πέθαινε , κηδεμόνας της καθοριζόταν ο γιος της ή ο πιο κοντινός της συγγενής (π.χ. αδερφός). Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η Αθηναία ήταν συνεχώς κάτω από την εποπτεία κάποιου άνδρα ο οποίος μεταξύ άλλων διαχειριζόταν και την περιουσία της. Όσο καιρό ήταν ανύπανδρη, το ρόλο αυτό τον είχε ο πατέρα της και αργότερα μετά τον γάμο, η εκμετάλλευση της περιουσίας της γινόταν από τον άνδρα της.
Η συνεισφορά της Αθηναίας γυναίκας στην οικογενειακή περιουσία γινόταν είτε με οικιακά σκεύη, χρυσά κοσμήματα, αρώματα είτε με ακίνητη περιουσία όπως κτήματα που απλά παραχωρούνταν στον γαμπρό να τα εκμεταλλεύεται άλλα χωρίς αυτά να του ανήκουν. Άλλωστε σημαντικές επιγραφές που βρέθηκαν στην Γόρτυνα της Κρήτης, καταγράφουν διάφορους νόμους που σχετίζονται με την θέση των γυναικών στην κοινωνική κατάσταση της εποχής και πιστεύεται ότι ανταποκρίνονται και στην Αθηναϊκή πραγματικότητα. Συγκεκριμένα αναφέρεται εκεί ,ότι αν ο σύζυγος χωρίσει την γυναίκα του, αυτή μπορεί να κρατήσει την περιουσία που έφερε μαζί της πριν τον γάμο, την μισή αγροτική παραγωγή (αν υπάρχει) και τα μισά από ότι έχει υφάνει η ίδια μέσα στο σπίτι. Επιπλέον δικαιούταν να πάρει και κάποια χρήματα από τον σύζυγο της. Σε περίπτωση θανάτου του συζύγου η προίκα της θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ένα δεύτερο γάμο ενώ αν είχε παιδιά θα μπορούσε να μένει στο σπίτι του άνδρα της και η προίκα της παραχωρούνταν στα παιδιά της .
Η Αθηναία λοιπόν δεν είχε την δυνατότητα να ενεργήσει σαν ενήλικη και να πάρει αποφάσεις για το τρόπο ζωής της ,αφού όπως όριζε ο νόμος είχε σε όλη την διάρκεια της ζωής ένα κηδεμόνα. Στην μόνη περίπτωση που μπορούσε να επέμβει ήταν στην ακύρωση του γάμου της. Αν και είχε την δυνατότητα να παρουσιάσει μόνη της την αίτηση διαζυγίου της (αφού και ο νόμος το επέτρεπε) στον ανώτερο άρχοντα, τις περισσότερες φορές ενεργούσε για αυτήν κάποιος από τους συγγενής της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η γυναίκα του Αλκιβιάδη, ενός σπουδαίου πολιτικού, που μη μπορώντας να αντέξει τις συνεχής απιστίες του συζύγου της, θέλησε να χωρίσει. Αυτή η δυνατότητα, ήταν η μόνη μορφή ανεξαρτησία που κατείχε η Αθηναία μιας και δεν μπορούσε να έχει καμιά άλλη συμμετοχή σε πολιτικές δραστηριότητες. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, ο ρόλος της ως νόμιμη σύζυγος Αθηναίου πολίτη περιοριζόταν στην γέννηση και σωστή ανατροφή των παιδιών για την συνέχιση της οικογένειας και στην διαχείριση (αλλά όχι οικονομική) του οίκου της. Είχε την επίβλεψη των υπηρετριών, κατεύθυνε όλες τις δραστηριότητες μέσα στο σπίτι, αναλάμβανε να εκπαιδεύσει τις δούλες που δεν γνώριζαν να υφαίνουν και είχε την εποπτεία της τροφού που θα μεγάλωνε τα παιδιά της. Πολλά κείμενα αναφέρονται σε συμβουλές προς την μητέρα για την σωστή επιλογή της τροφού-παραμάνας. Ανάμεσα στα άλλα προσόντα που θα είχε η παραμάνα, θα έπρεπε να μην έχει την τάση για νύστα, να είναι υπομονετική και κυρίως σεμνή για να μην προκαλεί το σύζυγο της Αθηναίας.
Η Αθηναία λοιπόν μιας επιφανούς οικογένειας, έμενε συνέχεια στο σπίτι με τις υπηρέτριες, δεν μπορούσε να έχει τίποτα στην πλήρη ιδιοκτησίας της και ο μόνος λόγος για τον οποίο έβγαινε από το σπίτι ήταν για να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα προς τους θεούς. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε τον σημαντικό ρόλο που έπαιζαν οι γυναίκες στην κηδεία και στην ταφή ενός συγγενικού προσώπου. Αυτές αναλάμβαναν όλες τις ιεροτελεστίες, απέδιδαν τιμές, μοιρολογούσαν και ντύνονταν με μαύρα ρούχα.
Εκτός όμως από την Αθηναία νομική σύζυγο ενός πολίτη υπήρχαν και οι ‘’παλλακίδες’’ που ήταν φτωχές ελεύθερες Αθηναίες ή δούλες που συνδεόταν ερωτικά με τον σύζυγο της Αθηναίας αλλά δεν είχαν καμιά νομική κατοχύρωση από τον σύντροφο της Αθηναίας. Της περισσότερες φορές η Αθηναία ήταν υποχρεωμένη να ανέχεται την παρουσία της ακόμα και μέσα στο σπίτι της. Αυτό όμως δεν αποτελούσε μοιχεία για τον Αθηναίο πολίτη αφού η μόνη μορφή μοιχείας που ήταν κατακριτέα ήταν η σύναψη ερωτικής σχέση με την σύζυγο ενός άλλου Αθηναίου πολίτη. Αντίθετα αν η σύζυγος απατούσε τον σύζυγο της τότε τιμωρούνταν αυστηρά. Η τιμωρία που της επέβαλε το κοινωνικό σύνολο επικεντρώνονταν στην απώλεια του μοναδικού δικαιώματος, της συμμετοχής της σε θρησκευτικές τελετές, που ήταν και η μόνη πολιτική δραστηριότητα. Επιπλέον πολλές φορές ο σύζυγος της, την τιμωρούσε διώχνοντας την από το σπίτι.
Εκτός από τις Αθηναίες και τις παλλακίδες στην Κλασική Αθήνα, υπήρχαν και πολυάριθμες δούλες (κυρίως αιχμάλωτες πολέμου) που είχαν μόνο οικιακές δραστηριότητες και χρησιμοποιούνταν ως υπηρέτριες ή ως εργάτριες, παράγοντας κάποια προϊόντα που θα μπορούσαν να πουληθούν στην αγορά. Δεν μπορούσαν να παντρευτούν χωρίς την άδεια του αφέντη τους, που τις είχε αγοράσει και στον οποίο ανήκαν εξολοκλήρου. Αυτός είχε την δυνατότητα να τις πάρει ένα για ένα βράδυ στο κρεβάτι του ή να τις παραχωρήσει στους φίλους του μιας και δεν είχαν καμιά μορφή ελευθερίας αφού νοικιάζονταν, πουλιόνταν, αγοράζονταν σύμφωνα με τις καταστάσεις. Αλλά μπορούσαν όμως να ελευθερωθούν μόνο με την εύνοια του ιδιοκτήτη τους.
Στην Κλασική Αθήνα είναι γνωστό ότι διέμεναν, με τις οικογένειες τους, άτομα ξένα στην καταγωγή όμως μόνιμοι κάτοικοι της Αρχαίας Αθήνας. Η ζωή των συζύγων των πλουσίων αυτών ξένων, των ‘’μετοίκων’’ όπως λέγονταν δεν διέφερε σημαντικά από την ζωή των γυναικών των Αθηναίων πολιτών. Έμεναν και αυτές στο σπίτι και φρόντιζαν για την σωστή διαχείριση του οίκου.
Εκτός όμως από τις συζύγους των πλουσίων μετοίκων υπήρχαν και γυναίκες μέτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, χωρίς δική τους οικογένεια. Για να επιβιώσουν έπρεπε να αποκτήσουν χρήματα και ο μόνος τρόπος ήταν να χρησιμοποιήσουν το μόνο πράγμα που διέθεταν, το σώμα τους. Μερικές από αυτές αγοράστηκαν για δούλες και άλλες τις χρησιμοποιούσαν για την απόκτηση της ηδονής. Ορισμένες από αυτές απέκτησαν αρκετά χρήματα και αυτό τους έδωσε το προνόμιο να συμμετέχουν στα συμπόσια κρατώντας συντροφιά στους ισχυρούς άνδρες της εποχής και αυτές ουσιαστικά ήταν οι μόνες ελεύθερες γυναίκες στην Κλασικής Αθήνας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η σχέση της περίφημης ''εταίρας'' (ως ονομάζονταν οι γυναίκες αυτές) Ασπασίας με τον Περικλή που την είχε ερωτευθεί τόσο που χώρισε την νόμιμη σύζυγο του και απέκτησε μαζί της ένα παιδί.
Οι γυναίκες αυτές ζούσαν εξολοκλήρου από την γενναιοδωρία των εραστών τους και είχαν την δυνατότητα να διαχειρίζονται μόνες τους τα εισοδήματα τους κινητά ή ακίνητα. Ήταν ελεύθερες να δεχτούν όποιον ήθελαν στο σπίτι τους του οποίου είχαν και την πλήρη κατοχή, έβγαιναν έξω ελεύθερα και μπορούσαν να παρευρίσκονται σε μέρη προορισμένα μόνο για άνδρες. Η απόκτηση χρημάτων έδωσε δύναμη, ανεξαρτησία και ελευθερία στην εταίρα που μπορούσε να μιλήσει στους άνδρες χωρίς δισταγμούς.
Μελετώντας λοιπόν τις διάφορες κατηγορίες γυναικών στην Αρχαία Ελλάδα συμπεραίνουμε ότι η μόνη ενηλικιωμένη γυναίκα της αρχαιότητας ήταν η εταίρα, μιας και ήταν η μόνη που κατείχε το προνόμιο της ιδιοκτησίας και της διαχείρισης της περιουσίας της. Ήταν δηλαδή ελεύθερη να διαθέτει τον εαυτό της όπως ήθελε και σε όποιον ήθελε χωρίς να πρέπει να λογοδοτήσει σε κανένα. Την ανεξαρτησίας αυτή της εταίρας είναι σίγουρο ότι δεν μπορούσε να την έχει καμία από τις άλλες κατηγορίες γυναικών (Αθηναία, παλλακίδα, δούλα) αφού όλες τους ήταν υπό κηδεμονία ακόμα και στα γεράματα τους. Είναι βέβαιο όμως ότι η εταίρα δεν είχε κοινωνική αποδοχή, όπως η νόμιμη σύζυγος, και η οικονομική συντήρηση του οίκου της εξαρτιόταν από τις ''δωρεές'' των φίλων της που τις περισσότερες φορές όμως δεν ήταν ευκαταφρόνητες. Ένα πράμα όμως είναι σίγουρο, πως παρόλα τα προνόμια ή τις υποχρεώσεις που είχε κάθε μια από τις κατηγορίες των γυναικών, καμιά τους δεν μπορούσε να αποκτήσει την πολυπόθητη συμμετοχή στις πολιτικές δραστηριότητες, δικαίωμα αποκλειστικά των ανδρών της εποχής και κατάκτηση της σημερινής γυναίκας.
Παπαχρήστου Στυλιανή
A.M.: 1539
Έτος : Πτυχίο
e-mail : math1539@edu.uch.gr